....................Στην Πάτρα, ένα μικρό στενάκι-αδιέξοδο, κοντά στην οδό Πανεπιστημίου στο ύψος των Συχαινών έχει ονομαστεί οδός "Νίκου Καχτίτση"

____________________________________________________________________________________________________________________________

Ο Νίκος Καχτίτσης γεννήθηκε στην Γαστούνη Ηλείας στις 26 Φεβρουαρίου 1926 και απεβίωσε στην Πάτρα στις 25 Μαΐου 1970, Έ λληνας πεζογράφος της μεταπολεμικής γενιάς, ο οποίος έζησε για μεγάλο διάστημα και δημιούργησε στο Μόντρεαλ του Καναδά.

____________________________________________________________________________________________________________________________________________

Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2014

Νίκος Καχτίτσης: Υπήρξα καφκικός προτού διαβάσω Κάφκα

Πόλυ Κρημνιώτη 
Τρέφω τις πιο σκληρές ιδέες για κείνους που πάνε να μου ταράξουν την ησυχία στη μοναξιά μου. Αλλά για ποια ησυχία μιλάω;

Νίκος Καχτίτσης, "Ο εξώστης"


Πέρασε σαν κομήτης από την ελληνική λογοτεχνία. Ο πρόωρος θάνατός του, μόλις στα 44 χρόνια του, διέκοψε βίαια μια γόνιμη συγγραφική πορεία, ένα έργο πρωτοπόρο για την εποχή του που παρέκαμψε την παραδοσιακή αφήγηση εισχωρώντας με ιδιότυπο και εντελώς προσωπικό τρόπο στην περιοχή της μετανεωτερικότητας. Διαβάστηκε άραγε αρκετά στην εποχή του; Παρ' ότι όλες αυτές οι παράμετροι και επιπλέον η εκδοτική περιπέτεια των βιβλίων του, συνέθεσαν ένα ασφυκτικό πλαίσιο για τους εν δυνάμει αναγνώστες του, και διαβάστηκε και πήρε θέση ανάμεσα στους σημαντικότερους λογοτέχνες μας της μεταπολεμικής γενιάς. Απόκτησε φανατικούς θαυμαστές, μα πάνω απ' όλα τον λάτρεψαν οι ποιητές.
Διαβάζεται άραγε σήμερα; Επιτέλους, μπορεί να ξαναδιαβαστεί. Εξαντλημένα εδώ και αρκετά χρόνια τα βιβλία του, στέρησαν από πολλούς τη δυνατότητα να γνωρίσουν τη γραφή του. Ωστόσο η επανέκδοση του "Εξώστη" πριν από μερικές εβδομάδες από τις εκδόσεις Κίχλη ανοίγει πλέον τον δρόμο όχι μόνο για τη γνωριμία μιας νέα γενιάς αναγνωστών με τον Νίκο Καχτίτση, αλλά και για μια επανατοποθέτηση του έργου του στον χάρτη της νεότερης πεζογραφίας μας.
Γραμμένος το 1963-1964, ο "Εξώστης" προσφέρει τη δυνατότητα στον Καχτίτση να καταδυθεί στο μείζον θέμα της ενοχής. "Ο ήρωας του Εξώστη" -γράφει ο ίδιος στον Γιώργη Παυλόπουλο στις 3 Μαρτίου του 1963- "για να γλιτώσει, καταφεύγει στην Αφρική. Αλλά, ενώ γλιτώνει από τους εχθρούς του, δεν μπορεί να διαφύγει την τιμωρία από τον κυριότερο κατήγορο: τον εαυτό του". Και πραγματικά ο Στοππάκιος Παπένγκους, κάπου στην κεντρική Αφρική, από την έπαυλή του "εις τα κράσπεδα της πόλεως και παρά τας εκβολάς του ποταμού Βούρι", κρατάει την τελευταία πράξη του δράματος για τον εαυτό του.
Η μνήμη γίνεται βασανιστική και επαναφέρει διαρκώς στις τελευταίες ημέρες του ήρωα τα "αποτρόπαια ανομήματά" του. Και καθώς το παρελθόν εισβάλλει, ελεγχόμενα από τον συγγραφέα, στο παρόν, επανέρχονται διαρκώς οι μορφές του φίλου και της ανθοπώλιδας, που αμφότερους έχει προδώσει. Φιλία και προδοσία εξάλλου αποτελούν κομβικά στοιχεία για τον Καχτίτση, όχι μόνο στο συγκεκριμένο έργο.
Βεβαίως ο Στοππάκιος δεν θα αποκαλύψει ποτέ εντός των γραμμών του "Εξώστη" αυτό που ο Καχτίτσης ομολογεί στον φίλο του από την εποχή της νεότητας Γιώργη Παυλόπουλο. "Ο Στοππάκιος Παπένγκους υπήρξε 'δωσίλογος' κατά την πολιορκία της Γάνδης, τέχνασμα δικό μου για να μου δοθεί λαβή να γράψω ένα δοκίμιο πάνω στο θέμα 'τύψεις'".
Ο Καχτίτσης οικοδομεί τον "Εξώστη" του πάνω σε μια στέρεη και γλαφυρή αφήγηση που από τη μια χρησιμοποιεί το στοιχείο του φανταστικού, αλλά χωρίς να του δίνει απόλυτη προτεραιότητα, ώστε να περιορίσει το έργο του στα στενά όρια ενός φανταστικού αφηγήματος, και από την άλλη βασίζεται στο διαρκές παιχνίδι ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα.
Αποφεύγει να φανερώσει όλη την αλήθεια στον αναγνώστη του, τον κρατά σε διαρκή αμφιβολία, τον αφήνει να αναρωτιέται αν όντως όσα λέγονται είναι αληθινά ή όλα είναι ένα ψέμα. Ο συγγραφέας αποκαλύπτει κάθε φορά τόσα όσα απαιτούνται για να εισχωρήσει ο ήρωάς του στα βαθύτερα στρώματα της ανθρώπινης ύπαρξης και αγωνίας, να ψηλαφίσει τις ανομολόγητες ενοχές του και να αποκαλυφθεί η εσωτερική ερημία η χτισμένη από το κυνήγι της ερινύας.
Αυτή η απόσταση ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα, η συνεχής αμφιβολία που δημιουργεί για το τι είναι αλήθεια και τι ψέμα, παιχνίδι προσφιλές στον Καχτίτση, ενδεχομένως ανοίκειο στον μη επαρκώς καταρτισμένο αναγνώστη της εποχής του, αποδεικνύεται τόσο γοητευτικό για τον αναγνώστη της σήμερον και προπάντων αποτελεσματικό για τη διαδικασία της ανάγνωσης.
Μάστορας της αφήγησης ο Καχτίτσης, εδώ δεν εγκαταλείπει τα παραδοσιακά εργαλεία, δημιουργεί εικόνες, παρασύρει, εξάπτει τη φαντασία δίνοντας μερτικό στο σασπένς και ευρυχωρία στη σαφήνεια. Είτε χρησιμοποιεί την ειρωνεία είτε καταφεύγει στην παρωδία και την αναίρεση, παίζει διαρκώς με τον αναγνώστη του εκείνο το παιχνίδι που παίζαμε παλιά με το δαχτυλίδι. Ψάξε, ψάξε, δεν θα το βρεις...
Με άλλα λόγια δίνει ένα βιβλίο που ρουφιέται, που το πιάνεις στα χέρια σου και λαχταράς να φτάσεις στην τελευταία σελίδα. Και εδώ συμβαίνει αυτό το ωραίο που επιφυλάσσουν οι νέες αναγνώσεις στα βιβλία. Καταρρίπτεται ο μύθος του "δύσκολου" συγγραφέα. Ο Καχτίτσης πετά με χάρη από πάνω του τη ρετσινιά του συγγραφέα που απευθύνεται σε ένα στενό αριθμό επαρκώς ασκημένων αναγνωστών.
Από τους πρώτους που το διέγνωσαν άλλωστε, ήταν ο Επαμεινώνδας Χ. Γονατάς. "Διάβασα και ξαναδιάβασα πολλές φορές τον 'Εξώστη' με ιδιαίτερη προσοχή και καλή διάθεση. Σας πληροφορώ λοιπόν ότι εν γένει μου άρεσε καθ' υπερβολήν... Κρατάει διαρκώς το ενδιαφέρον του αναγνώστη, πολλές φορές σαν σασπένς ποιότητος, κι η ένταση είναι διάχυτη παντού και δεν μειώνεται..." ομολογεί στην ανέκδοτη έως τώρα επιστολή του προς τον Καχτίτση στις 6 Μαΐου του 1964.
Ο ρόλος του Γονατά στη διαμόρφωση του "Εξώστη", έτσι όπως φανερώνεται μέσα από την αλληλογραφία τους, είναι από τα καινούργια στοιχεία που προσφέρει η παρούσα έκδοση και αναδεικνύεται στο επίμετρό της. Το επίμετρο δεν περιορίζεται να συστήσει τον συγγραφέα σε μια νέα γενιά αναγνωστών, αλλά επιχειρεί μέσα από την, εν πολλοίς, ανέκδοτη έως τώρα αλληλογραφία Καχτίτση - Γονατά να φωτίσει τη σχέση που ανέπτυξαν και να αναδείξει τη συμβολή του τελευταίου όχι μόνο στην έκδοση αλλά και στην ίδια την συγγραφή του συγκεκριμένου έργου.
Στην "Περιπέτεια της έκδοσης" του Εξώστη, η εκδότρια Γιώτα Κριτσέλη παρουσιάζει το χρονικό της εκδοτικής διαδρομής του βιβλίου από την "Πρώτη Ύλη" των Γονατά - Παπαδίτσα το 1964, τη "Στιγμή" το 1985, μέχρι την τωρινή της "Κίχλης". Διαφοροποιό στοιχείο της παρούσας έκδοσης από τις δύο προηγούμενες, στις οποίες επίσης βασίστηκε, είναι το δακτυλόγραφο του "Εξώστη" που έστειλε ο Καχτίτσης στον Γονατά λίγο πριν από την έκδοση του 1964, το οποίο βρέθηκε στο αρχείο Γονατά το φθινόπωρο του 2011.
Πάνω σ' αυτό ο Γονατάς κατέγραψε τις παρατηρήσεις του για τη γλώσσα και τη γραφή του έργου, οι οποίες στάθηκαν η αφορμή για να επιφέρει ο ίδιος ο Καχτίτσης σημαντικές αλλαγές πάνω στο αρχικό του κείμενο. Επιπλέον με βάση το δακτυλόγραφο διορθώθηκαν ορισμένα λάθη της πρώτης έκδοσης και επανήλθαν τα ιδιωματικά - προφορικά στοιχεία του λόγου του Καχτίτση.
Την αφήγηση και το ύφος του Καχτίτση στον "Εξώστη" εξετάζει στο κείμενό του ο Γιάννης Δημητρακάκης, ενώ στο πλήρες, σχεδόν υποδειγματικό χρονολόγιο ο Βίκτωρ Καμχής αναδεικνύει τις πολλαπλές διαστάσεις της προσωπικότητάς του, τις εμμονές, τις αγωνίες, τις μικρές χαρές, τη μεγάλη αγάπη του στην τυπογραφία που τον οδήγησε να στήσει ένα μικρό τυπογραφείο στο υπόγειο του σπιτιού του στο Μόντρεαλ, τα τραύματα από την Κατοχή, τον Εμφύλιο, τον στρατό, την αντιδικτατορική αρθρογραφία του στον Καναδά, την ανάγκη του για επικοινωνία με τους Έλληνες φίλους του έτσι όπως αναδεικνύεται από την αλληλογραφία τους.
Σε ένα επίμετρο χώρεσαν όλα αυτά που μέσα στη μικρή σε διάρκεια ζωή του Καχτίτση κυοφόρησαν και παρέδωσαν το εξαιρετικό έργο του. Μέσα απ' αυτό λάτρεψαν οι ομότεχνοί του τον Καχτίτση. Ο Σεφέρης, ο Γονατάς, ο Σινόπουλος, ο Παυλόπουλος, ο Πεντζίκης... Αλληλογραφούσε με όλους. Δεξιοτέχνης επιστολογράφος, στα γράμματά του αποτύπωνε τις συγγραφικές του αγωνίες και τις περιπέτειες των βιβλίων του και, όπως έχει γράψει ο Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος, παρέδιδε επιστολές με εξαιρετική λογοτεχνική αξία.
Γιατί κάπως έτσι ήταν ο Καχτίτσης, ένας άνθρωπος αφοσιωμένος στη λογοτεχνία. Ή, όπως πιο εύγλωττα το περιέγραψε ο Γιώργης Παυλόπουλος, ήταν από εκείνους που "τα καθημερινά πράγματα τροφοδοτούσαν τη φαντασία του με κείνο το υλικό με το οποίο έφτιαχνε συνεχώς την άλλη ζωή του, τη μαγική. Τα άγχη, οι κακουχίες, οι γελοιότητες, οι ανέφικτες ερωτικές σχέσεις, ό,τι τον απέλπιζε και τον πολιορκούσε, έβρισκε συχνά τη βαθύτερη έκφρασή του σ' αυτό το παιχνίδι που τον απελευθέρωνε και τον οδηγούσε αλάθητα στη Λογοτεχνία".
Γεννημένος στη Γαστούνη της Ηλείας, το 1926, με την Κατοχή, τον Εμφύλιο και τη θητεία του στον στρατό να τον στοιχειώνουν και να του επιτείνουν τις τάσεις φυγής, άρχισε να δημοσιεύει από την εφηβεία του και να μεταναστεύει από τη νεότητά του. Αρχικά στην Αφρική, για κάποιο διάστημα στην Ευρώπη και τελικά στο Μόντρεαλ του Καναδά, όπου θα κάνει την οικογένειά του και με τη Θάλεια θα αποκτήσουν τον γιο τους Θωμά.
Μία φορά θα γυρίσει στην Ελλάδα, μετά από 14 χρόνια αυτοεξορίας, στις 16 Μαΐου 1970. Χτυπημένος από οξεία λευχαιμία θα πεθάνει στην Πάτρα εννέα ημέρες μετά. Ήταν 44 χρόνων και είχε ήδη παραδώσει έργα όπως "Ποιοι οι φίλοι", "Το ενύπνιο", "Η ομορφάσχημη", "Η περιπέτεια ενός βιβλίου", "Ο ήρωας της Γανδης".
Ο ίδιος πάντως αυτοπροσδιοριζόταν ως εξής: "Υπήρξα καφκικός προτού διαβάσω Κάφκα".

http://archive.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=713760

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου