....................Στην Πάτρα, ένα μικρό στενάκι-αδιέξοδο, κοντά στην οδό Πανεπιστημίου στο ύψος των Συχαινών έχει ονομαστεί οδός "Νίκου Καχτίτση"

____________________________________________________________________________________________________________________________

Ο Νίκος Καχτίτσης γεννήθηκε στην Γαστούνη Ηλείας στις 26 Φεβρουαρίου 1926 και απεβίωσε στην Πάτρα στις 25 Μαΐου 1970, Έ λληνας πεζογράφος της μεταπολεμικής γενιάς, ο οποίος έζησε για μεγάλο διάστημα και δημιούργησε στο Μόντρεαλ του Καναδά.

____________________________________________________________________________________________________________________________________________

Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2014

ΝΙΚΟΣ ΚΑΧΤΙΤΣΗΣ «Ο εξώστης» Κεφάλαιο 1

 Ο εξώστης | Νίκος Καχτίτσης 


«…ένα ταξίδι τόσο μακρινό, δεν κατάφερε να μου εξασφαλίσει τη γαλήνη που ζητούσα [...] αργά το κατάλαβα πως το σαράκι το κουβαλάω μέσα μου όπου και να βρεθώ.»

ΝΙΚΟΣ ΚΑΧΤΙΤΣΗΣ «Ο εξώστης»





Κεφάλαιο 1

Γράφω εν κεντρική Αφρική την 27ην ή 28ην Ιουνίου 19…, και ώραν 3ην πρωινήν, με τα πρώτα κοράκια, εντός της βιβλιοθήκης της ιδιοκτήτου, και ικανής να στεγάσει ένα λόχο, επαύλεώς μου, ευρισκομένης εις τα κράσπεδα της πόλεως, και παρά τας εκβολάς του ποταμού Βούρι, όπου κατοικώ εγώ κι ο κούκος από επταετίας.
Ο κάτωθι υπογεγραμμένος, Σ. Π…, πρώην αρχαιοπώλης και ιδιοκτήτης ξενοδοχείων, και πάλαι ποτέ επιφανής κάτοικος της πόλεως Γάνδης, δηλώ υπευθύνως, και εν γνώσει των συνεπειών του νόμου περί ψευδούς δηλώσεως, ότι βρίσκομαι από ψυχολογικής απόψεως στα πρόθυρα της καταστροφής ότι οικονομικώς κοντεύω να καταρρεύσω και ότι η υγεία μου έχει κλονισθεί στο απροχώρητο. Το τελευταίο το αποδίδω όχι τόσο στα χρόνια που με πήραν, όσο στις αϋπνίες, στο άγχος που μου φέρνουν οι αναμνήσεις και οι τύψεις, και στους ρευματισμούς αρκεί να πω πως αυτή τη στιγμή που γράφω φορώ γάντια μέχρι τους ώμους και με δυσκολία σφίγγω την πένα.

Δηλώ επίσης, αυτή την πρωινή ώρα που μπορεί κάλλιστα να υπογράφω την καταδίκη μου (καλώ τους ενδιαφερομένους να επωφεληθούν της ευκαιρίας), ότι δύο πρόσφατα περιστατικά εχτύπησαν το τελευταίο κουδουνάκι μέσα στην ψυχή μου, και ότι βλέπω πως δε μου απομένει τώρα παρά ο θάνατος.

Δηλώ επιπροσθέτως, εις επήκοον των νυχτερίδων, των κουνουπιών, των μάντηδων, των απαισίων τριγμών των επίπλων μου, που είχα την απερισκεψία να κουβαλήσω μαζί μου από την Ευρώπη, και τέλος της βροχής, που δεν εννοεί να σταματήσει μέρες τώρα, ότι ή έτσι ή αλλιώς δεν έχω λόγο υπάρξεως. Και ότι αν, ο μη γένοιτο (αυτό το λέω με ειρωνεία), με βρουν καμιά μέρα οι υπηρέτες μου μπρούμυτα στο πάτωμα, με τα λευκά μου μουσκεμένα στο δικό μου αίμα, ή πεθάνω δηλητηριασμένος, ή από όποια άλλη αιτία (έχω στο νου μου πολλές), αυτό θα είναι από υπαιτιότητα δική μου. Αν είναι από υπαιτιότητα άλλου, τόσο το καλύτερο. Περιττό να τονίσω ότι δεν πρέπει να ενοχοποιηθεί κανένας από τους υπηρέτες μου, παρόλο που θα είχαν το δικαίωμα να με σπάσουν στο ξύλο γιατί ομολογουμένως τους έχω πρήξει το συκώτι με τις παραξενιές μου. Αλλά ακόμα κι αν αποδειχθεί κάτι τέτοιο από τα σοφά πουλιά της αστυνομίας, που έρχονται στην αποικία για να τρώνε έξι φορές την ημέρα, δικαιολογώ τους δολοφόνους μου προκαταβολικά, γιατί όχι μόνο μου αξίζει, όπως θα αποδείξω παρακάτω, αλλά και έχω απόλυτη ανάγκη από κάποιο λυτρωμό. Να μην ξεχάσω να βάλω την υπογραφή μου στο τέλος. Το χειρόγραφό μου θα το αφήσω σε εμφανή θέση, πάνω στο προσκέφαλό μου, ή μέσα από τα τζάμια της βιβλιοθήκης, ώστε να βρεθεί οπωσδήποτε. Όχι, θα το αφήσω καλύτερα στη θυρίδα μου της τραπέζης, μαζί με τις ομολογίες. Μπορεί να το στείλω στις αρχές, μέσα σε σφραγισμένο φάκελο, με την παράκληση ν’ ανοιχθεί όταν θα έχω πεθάνει. Πάντως θα ιδώ τι θα κάνω.
Ούτε ν’ αποδοθεί ο θάνατός μου σε κανέναν από τους εχθρούς που απόχτησα στην πατρίδα μου με τον πόλεμο. Θα τους ήταν αδύνατο να με ανακαλύψουν στο καταφύγιο που έχω βρει. Έχω αλλάξει το όνομά μου, ζω σε αποικία που ανήκει σε άλλη επικράτεια – οπότε τρέχα γύρευε. Εξασφάλισα απόλυτη εχεμύθεια, αφού πλήρωσα αδρά πρόσωπα ευυπόληπτα που ξέρουν να το ράβουν. Αυτοί που κανόνισαν τη φυγή μου έχουν μεσάνυχτα ποιος είμαι. Ακόμα και οι φίλοι μου οι παιδικοί δεν ξέρουνε πού βρίσκομαι. Μερικοί νομίζουνε ότι πέθανα στη λαίλαπα του πολέμου – εννοώ τις τελευταίες μέρες. Πού να ξέρανε! Επί του προκειμένου, θα ήταν ασυγχώρητη παράλειψη αν δεν απηύθυνα τις θερμές μου ευχαριστίες στον σχετικά άγνωστό μου κύριο Φ…, που με τη συμπάθεια που μου έδειξε, και μ’ ένα αναλόγως μέτριο ποσό που προθυμοποιήθηκα να του εγχειρίσω, μ’ εβοήθησε, εφοδιάζοντάς με μέ τα απαραίτητα χαρτιά. Εύγε του ας είναι καλά. Μαθαίνω ότι έχει από τότε αποσυρθεί από τη ζωή, και απολαμβάνει, στον ολάνθιστο κήπο του, που πληροφορούμαι ότι τον έχει στολίσει ωραία, τα αγαθά ενός ήσυχου βίου.
Ουσιαστικά, έπαψα να φοβάμαι εδώ και εφτά χρόνια, από τη στιγμή που πάτησα το πόδι μου στη σκάλα του πλοίου, με το οποίο έκανα ένα ομολογουμένως ονειρώδες ταξίδι. Ο μόνος που ξέρει ποιος είμαι βρίσκεται εδώ. Αλλά τι μ’ ενδιαφέρουν πλέον όλα αυτά; Τι κάθομαι και ζαλίζω το κεφάλι μου με κάτι τέτοια, τη στιγμή που, όπως είπα και παραπάνω, εκείνο που μ’ ενδιαφέρει είναι να δοθεί ένα τέλος σε όλα. Η καλοσύνη μου δεν έχει όρια πάω να εξιλεώσω προκαταβολικά τους δολοφόνους μου. Τέτοιος ηλίθιος είμαι.
Για ν’ αποδείξω ότι δεν αστειεύομαι, προσθέτω πως εύχομαι να με βρει ο θάνατος σε καμιά από τις περιπλανήσεις που κάνω σαν τρελός, μόνος μου, μέχρι τα μύχια της ζούγκλας, στην αγωνία μου να σκοτώσω το χρόνο, και να κουραστώ για να μπορέσει να με πάρει λίγο ο ύπνος το βράδυ – αν και ξέρω ότι αυτά είναι μπαλώματα. Τέλος, εύχομαι να με σωριάσει νεκρό καμιά ηλίαση, αλλά πολύ αμφιβάλλω, γιατί έχω το συνήθειο να κυνηγάω τις σκιές.

____________

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου