....................Στην Πάτρα, ένα μικρό στενάκι-αδιέξοδο, κοντά στην οδό Πανεπιστημίου στο ύψος των Συχαινών έχει ονομαστεί οδός "Νίκου Καχτίτση"

____________________________________________________________________________________________________________________________

Ο Νίκος Καχτίτσης γεννήθηκε στην Γαστούνη Ηλείας στις 26 Φεβρουαρίου 1926 και απεβίωσε στην Πάτρα στις 25 Μαΐου 1970, Έ λληνας πεζογράφος της μεταπολεμικής γενιάς, ο οποίος έζησε για μεγάλο διάστημα και δημιούργησε στο Μόντρεαλ του Καναδά.

____________________________________________________________________________________________________________________________________________

Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2014

ΝΙΚΟΣ ΚΑΧΤΙΤΣΗΣ «Ο εξώστης» Κεφάλαιο 1

 Ο εξώστης | Νίκος Καχτίτσης 


«…ένα ταξίδι τόσο μακρινό, δεν κατάφερε να μου εξασφαλίσει τη γαλήνη που ζητούσα [...] αργά το κατάλαβα πως το σαράκι το κουβαλάω μέσα μου όπου και να βρεθώ.»

ΝΙΚΟΣ ΚΑΧΤΙΤΣΗΣ «Ο εξώστης»





Κεφάλαιο 1

Γράφω εν κεντρική Αφρική την 27ην ή 28ην Ιουνίου 19…, και ώραν 3ην πρωινήν, με τα πρώτα κοράκια, εντός της βιβλιοθήκης της ιδιοκτήτου, και ικανής να στεγάσει ένα λόχο, επαύλεώς μου, ευρισκομένης εις τα κράσπεδα της πόλεως, και παρά τας εκβολάς του ποταμού Βούρι, όπου κατοικώ εγώ κι ο κούκος από επταετίας.
Ο κάτωθι υπογεγραμμένος, Σ. Π…, πρώην αρχαιοπώλης και ιδιοκτήτης ξενοδοχείων, και πάλαι ποτέ επιφανής κάτοικος της πόλεως Γάνδης, δηλώ υπευθύνως, και εν γνώσει των συνεπειών του νόμου περί ψευδούς δηλώσεως, ότι βρίσκομαι από ψυχολογικής απόψεως στα πρόθυρα της καταστροφής ότι οικονομικώς κοντεύω να καταρρεύσω και ότι η υγεία μου έχει κλονισθεί στο απροχώρητο. Το τελευταίο το αποδίδω όχι τόσο στα χρόνια που με πήραν, όσο στις αϋπνίες, στο άγχος που μου φέρνουν οι αναμνήσεις και οι τύψεις, και στους ρευματισμούς αρκεί να πω πως αυτή τη στιγμή που γράφω φορώ γάντια μέχρι τους ώμους και με δυσκολία σφίγγω την πένα.

Δηλώ επίσης, αυτή την πρωινή ώρα που μπορεί κάλλιστα να υπογράφω την καταδίκη μου (καλώ τους ενδιαφερομένους να επωφεληθούν της ευκαιρίας), ότι δύο πρόσφατα περιστατικά εχτύπησαν το τελευταίο κουδουνάκι μέσα στην ψυχή μου, και ότι βλέπω πως δε μου απομένει τώρα παρά ο θάνατος.

Δηλώ επιπροσθέτως, εις επήκοον των νυχτερίδων, των κουνουπιών, των μάντηδων, των απαισίων τριγμών των επίπλων μου, που είχα την απερισκεψία να κουβαλήσω μαζί μου από την Ευρώπη, και τέλος της βροχής, που δεν εννοεί να σταματήσει μέρες τώρα, ότι ή έτσι ή αλλιώς δεν έχω λόγο υπάρξεως. Και ότι αν, ο μη γένοιτο (αυτό το λέω με ειρωνεία), με βρουν καμιά μέρα οι υπηρέτες μου μπρούμυτα στο πάτωμα, με τα λευκά μου μουσκεμένα στο δικό μου αίμα, ή πεθάνω δηλητηριασμένος, ή από όποια άλλη αιτία (έχω στο νου μου πολλές), αυτό θα είναι από υπαιτιότητα δική μου. Αν είναι από υπαιτιότητα άλλου, τόσο το καλύτερο. Περιττό να τονίσω ότι δεν πρέπει να ενοχοποιηθεί κανένας από τους υπηρέτες μου, παρόλο που θα είχαν το δικαίωμα να με σπάσουν στο ξύλο γιατί ομολογουμένως τους έχω πρήξει το συκώτι με τις παραξενιές μου. Αλλά ακόμα κι αν αποδειχθεί κάτι τέτοιο από τα σοφά πουλιά της αστυνομίας, που έρχονται στην αποικία για να τρώνε έξι φορές την ημέρα, δικαιολογώ τους δολοφόνους μου προκαταβολικά, γιατί όχι μόνο μου αξίζει, όπως θα αποδείξω παρακάτω, αλλά και έχω απόλυτη ανάγκη από κάποιο λυτρωμό. Να μην ξεχάσω να βάλω την υπογραφή μου στο τέλος. Το χειρόγραφό μου θα το αφήσω σε εμφανή θέση, πάνω στο προσκέφαλό μου, ή μέσα από τα τζάμια της βιβλιοθήκης, ώστε να βρεθεί οπωσδήποτε. Όχι, θα το αφήσω καλύτερα στη θυρίδα μου της τραπέζης, μαζί με τις ομολογίες. Μπορεί να το στείλω στις αρχές, μέσα σε σφραγισμένο φάκελο, με την παράκληση ν’ ανοιχθεί όταν θα έχω πεθάνει. Πάντως θα ιδώ τι θα κάνω.
Ούτε ν’ αποδοθεί ο θάνατός μου σε κανέναν από τους εχθρούς που απόχτησα στην πατρίδα μου με τον πόλεμο. Θα τους ήταν αδύνατο να με ανακαλύψουν στο καταφύγιο που έχω βρει. Έχω αλλάξει το όνομά μου, ζω σε αποικία που ανήκει σε άλλη επικράτεια – οπότε τρέχα γύρευε. Εξασφάλισα απόλυτη εχεμύθεια, αφού πλήρωσα αδρά πρόσωπα ευυπόληπτα που ξέρουν να το ράβουν. Αυτοί που κανόνισαν τη φυγή μου έχουν μεσάνυχτα ποιος είμαι. Ακόμα και οι φίλοι μου οι παιδικοί δεν ξέρουνε πού βρίσκομαι. Μερικοί νομίζουνε ότι πέθανα στη λαίλαπα του πολέμου – εννοώ τις τελευταίες μέρες. Πού να ξέρανε! Επί του προκειμένου, θα ήταν ασυγχώρητη παράλειψη αν δεν απηύθυνα τις θερμές μου ευχαριστίες στον σχετικά άγνωστό μου κύριο Φ…, που με τη συμπάθεια που μου έδειξε, και μ’ ένα αναλόγως μέτριο ποσό που προθυμοποιήθηκα να του εγχειρίσω, μ’ εβοήθησε, εφοδιάζοντάς με μέ τα απαραίτητα χαρτιά. Εύγε του ας είναι καλά. Μαθαίνω ότι έχει από τότε αποσυρθεί από τη ζωή, και απολαμβάνει, στον ολάνθιστο κήπο του, που πληροφορούμαι ότι τον έχει στολίσει ωραία, τα αγαθά ενός ήσυχου βίου.
Ουσιαστικά, έπαψα να φοβάμαι εδώ και εφτά χρόνια, από τη στιγμή που πάτησα το πόδι μου στη σκάλα του πλοίου, με το οποίο έκανα ένα ομολογουμένως ονειρώδες ταξίδι. Ο μόνος που ξέρει ποιος είμαι βρίσκεται εδώ. Αλλά τι μ’ ενδιαφέρουν πλέον όλα αυτά; Τι κάθομαι και ζαλίζω το κεφάλι μου με κάτι τέτοια, τη στιγμή που, όπως είπα και παραπάνω, εκείνο που μ’ ενδιαφέρει είναι να δοθεί ένα τέλος σε όλα. Η καλοσύνη μου δεν έχει όρια πάω να εξιλεώσω προκαταβολικά τους δολοφόνους μου. Τέτοιος ηλίθιος είμαι.
Για ν’ αποδείξω ότι δεν αστειεύομαι, προσθέτω πως εύχομαι να με βρει ο θάνατος σε καμιά από τις περιπλανήσεις που κάνω σαν τρελός, μόνος μου, μέχρι τα μύχια της ζούγκλας, στην αγωνία μου να σκοτώσω το χρόνο, και να κουραστώ για να μπορέσει να με πάρει λίγο ο ύπνος το βράδυ – αν και ξέρω ότι αυτά είναι μπαλώματα. Τέλος, εύχομαι να με σωριάσει νεκρό καμιά ηλίαση, αλλά πολύ αμφιβάλλω, γιατί έχω το συνήθειο να κυνηγάω τις σκιές.

____________

Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2014

Νίκος Καχτίτσης Ἐπιστολή [προς Σωκράτη Καψάσκη]

               Αλληλογραφία...                  
Ὁ Νίκος Καχτίτσης καὶ ὁ Σωκράτης Καψάσκης, 
ἀμέσως μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση στὴν παραλία Πατρὼν.
(Ἀρχεῖο: Ἠ.Χ. Παπαδημητρακόπουλου).


Νίκος Καχτίτσης

             Ἐ π ι σ τ ο λ ή 
[προς Σωκράτη Καψάσκη σ.τ.σ]
Ἀναδημοσίευση ἀπὸ τὸ περιοδικὸ Ὀροπέδιο
τχ. 11, Χειμώνας 2011-2012

                      Σωκράτη,
Ε ἶ σ α ι: Ἄνθρωπος ποὺ δουλεύει μακρυὰ ἀπὸ τὸ σπίτι του, ἀλλὰτυχαίνει, βράδι νὰ βρεθεῖ ἔξω ἀπὸ τὸ χτίριο ποὺ ἐργάζεται, καὶ βλέπειἀπέξω τὰ παράθυρα χωρὶς φῶτα καὶ τὴν πόρτα κλειστή, καὶ αἰσθάνεται σὰν τὸ φάσμα του νὰ κυκλοφορεῖ μέσα στὸ γραφεῖο.
Ε ἶ σ α ι: Ρυάκι σκεπασμένο μὲ χόρτα, ἔξω στὸν κάμπο τῆς Ἠλείας, βράδι, ποὺ κελαρίζει πολὺ ἀργά, ἀλλὰ δὲν ὑπάρχει οὔτε μάτι, οὔτε αὐτὶπουθενὰ γιὰ νὰ τὸ αἰσθανθεῖ.
Ε ἶ σ α ι: Πληγὴ ἐπιπόλαια ποὺ κοντεύει νὰ κλείσει, ἀλλὰ ἐντωμεταξὺτυχαίνει κάποιο ἀγκαθάκι ἢ καμμιὰ σκλήθρα καὶ παθαίνει νέα ὑποτροπή, πολὺ ἀνεπαίσθητη, ἀλλὰ ὑποχωρεῖ πάλι ἡ φλεγμονὴ καὶ ἡ πληγὴἐπουλώνεται, καὶ μένει στὸ δέρμα μιὰ ἀμυχή, σὰ ραφή.
Ε ἶ σ α ι: Γυναῖκα ποὺ ὁμολογουμένως παρασυρμένη βγῆκε στὸπεζοδρόμιο, καὶ περιπατεῖ ἀπόψε μὲ τέτοιο κρῦο, μὲ δῆθεν ἀδιαφορία, σὲἕναν ἐρημικὸ δρόμο τῆς ἀμερικανικῆς αὐτῆς πόλεως, καὶ ὅταν τῆς προτείνειἕνας μιὰ ἐξευτελιστικὴ τιμὴ τοῦ ἀπαντάει; «καλά, δὲν πειράζει, ἄλλωστε ἐγὼσυντροφιὰ ζητάω», καὶ φεύγουν καὶ οἱ δύο ἀγκαζὲ γιὰ κάποιο ἐρημικὸξενοδοχεῖο, στὴν κάτω πόλη, ὅπου αὐτὴ διαμένει κανονικά, πληρώνοντας στὴ Γαλλίδα ἰδιοκτήτρια ποσοστά.
Ε ἶ σ α ι: Δοχεῖο διακοσμητικό, σὰ βάζο, ποὺ ἀπὸ τὴν πολυκαιρίαἔχει ἀποκτήσει ὁ πυθμένας του λίγη λέρα, σὰ βάψιμο, καὶ κάνει τὸ πᾶν ἡνοικοκυρά, μὲ λεμόνι, σόδα καὶ διάφορα ἄλλα συστατικά, γιὰ νὰ τὸκαθαρίσει, ἀλλὰ τὸ βάψιμο δὲ «βγαίνει».
Ε ἶ σ α ι: Βρέφος σὲ καρροτσάκι ἐγκαταλειμένο ἔξω ἀπὸ τὴνἐξώπορτα κάτου ἀπὸ τὸν ἥλιο, γιὰ νὰ πάει ἡ μητέρα του μιὰ στιγμὴ μέσα γιὰπροσωπική της ἀνάγκη, καὶ περνάει ἕνας περαστικὸς καὶ τοῦ λέει: «Ρὲ γέρο, τί γίνεσαι ρὲ γέρο;» καὶ τὸ βρέφος τὸν κυττάει στὰ μάτια μὲ θυμό, καὶἔπειτα τὰ κλείνει μὲ ραθυμιά, σὰ γάτος.
Ε ἶ σ α ι: Λαγὸς ποὺ ὀσφραίνεται κίνδυνο τεντώνει τ’ αὐτιά του καὶἀρχίζει ἀπεγνωσμένα νὰ τρέχει καὶ μετὰ σταματάει γιὰ νὰ ἀφουγκραστεῖ καὶμὲ μεγάλη ἀνακούφιση διαπιστώνει ὅτι ὁ κίνδυνος παρῆλθε - ὁπότε στρέφεται μὲ ράθυμες κινήσεις πρὸς ἕναν παρακείμενο θάμνο, κουλουριάζει τὸ σῶμα του γιὰ νὰ ἔχει τὴν αἴσθηση τῆς περισυλλογῆς καὶτῆς ἀσφάλειας, καὶ εὐτυχισμένος βυθίζεται σὲ ὕπνο.
Ε ἶ σ α ι: Ἄνθη ἄγρια σὲ ἀνοιχτὸ πεδίο μάχης ἄνοιξη, ὅπου βασιλεύειἀπόλυτη νηνεμία, ἀλλὰ τὰ παρασύρει μετέπειτα ἕνα ἐλάχιστο ἀεράκι, σὰμακρινὴ μουσική, καὶ δίνει ὅλη ἡ ἀτμόσφαιρα τὴν ἐντύπωση στὸν περαστικὸ ὅτι κάτι τὸ μυστικὸ συμβαίνει γύρω του, καὶ τὸν καταλαμβάνει μιὰ ἀπέραντη λύπη, καὶ αἰσθάνεται ἔνοχος ποὺ αὐτὸς ἀκόμα ζεῖ.
Ε ἶ σ α ι: Ἄνθρωποι δύο ποὺ διασχίζουν καλοκαιρινὸ βράδι μὲφεγγάρι τὸν κάμπο τῆς Ἠλείας κοπρολογώντας καὶ ἀκούγονται οἱ φωνές τους ἀπὸ πολὺ μακρυά, ἀλλὰ αὐτὸς ποὺ τὶς ἀκούει οὔτε χαίρεται οὔτε λυπᾶται, γιατὶ οἱ ἔννοιες, λόγῳ τῆς ἀποστάσεως χάνουν τὸ βάρος τους.
Ε ἶ σ α ι:  Διακόπτης, ποὺ ὅπως πάει ἕνα χέρι γιὰ νὰ τὸν στρέψει διερωτᾶται: «Πότε θὰ μὲ ξαναστρέψουν;» Ἀλλὰ τυχαίνει νὰ ξεχαστεῖ τὸφῶς, ἀπὸ ἀμέλεια, ὅλη τὴ νύχτα ἀνοιχτό, καὶ ὁ διακόπτης, ἀντὶ νὰ καταλάβει τί συμβαίνει ἐξακολουθεῖ νὰ περιμένει, καὶ ἑπομένως ἀγρυπνεῖ μέχρι τὸπρωῒ ποὺ διαπιστώνουν οἱ ἔνοικοι τὸ λάθος.
Ε ἶ σ α ι:  Σκιὰ μέσα σὲ σπίτι ποὺ ἡ καθημερινὴ τροχιά της εἶναι πάντοτε ἡ αὐτή, ἐκτὸς μόνον ὅταν ἀλλάζουν οἱ ἐποχές, ἀλλὰ καὶ τότε ἀκόμαἡ διαφορὰ εἶναι ἐλάχιστη.
Ε ἶ σ α ι: Ψωμὶ ζυμωτὸ ποὺ ἅμα κοπεῖ ἀρχίζει νὰ διαστέλλεται, μ’ ἕναν τρόπο ποὺ εἶναι σὰ νὰ ἔχει ὀντότητα, ὅταν ὅμως μείνει στὸ ντουλάπι καὶξεραθεῖ εἶναι σὰ νεκρό.
Ε ἶ σ α ι: Νωτιαῖος μυελὸς ἀρνιοῦ ψητοῦ ποὺ ὅπως ἐξέχει λίγο ἀπὸἕνα σπόνδυλο μοιάζει καταπληκτικὰ σὰ νὰ πρόκειται γιὰ ὀχετὸ ποὺ ἔχει βουλώσει ἀπὸ τὶς διάφορες ἀκαθαρσίες καὶ τὴ γλίνα ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα κορμιά.
Ε ἶ σ α ι: Στέρνα μὲ χαλασμένο νερό, ὅπου παιδιὰ ἔχουν πετάξει μέσα καλάμια καὶ πέτρες, καὶ ὅπου, ὅπως κυττᾶμε στὴν ἐπιφάνειά του, μοιάζουν τὰ μοῦτρα μας σὰ χολερικὰ καὶ μὲ πολλὲς διαθλάσεις, ὁπότε ὁρμέμφυτα φωνάζουμε μιὰ ἀφηρημένη ἔννοια καὶ ἀκούγεται ἀπὸ τὸ βάθος ἡ ἠχώ.
Ε ἶ σ α ι: Κατάσκοπος τοῦ πρώτου παγκοσμίου πολέμου μὲμανικοκάπια καὶ μποτίνια μὲ πολλὰ φιλτισένια κουμπάκια, ὁ ὁποῖος στὰδιάφορα σαλόνια τῆς Κεντρικῆς Εὐρώπης, δράττοντας τὰ χέρια τῶν κυριῶν γιὰ νὰ τὰ χειροφιλήσει, δέχεται μὲ τὴ χοῦφτα του σημειωματάκια μὲπληροφορίες γιὰ διάφορα ὀχυρωματικὰ ἔργα καὶ ἔπειτα ἐξαφανίζεται ἀπὸτὰ σαλόνια, πηγαίνει σὲ μιὰ γωνία, μπογιατίζει τὰ μοῦτρα του, φορεῖτεχνητὰ μουστάκια καὶ γένεια, καὶ παρουσιάζεται σὰν ἄλλο ἄτομο, καὶ οἱἄλλοι οὔτε κὰν τὸν ὑποπτεύονται.
Ε ἶ σ α ι: Πολλὰ πράγματα ἀκόμη ποὺ θὰ σοῦ γράψω ὅταν, κτῆνος, θὰμοῦ γράψεις.

Χαῖρε καὶ ἔσο γαλαντόμος.
Μοντρεὰλ 1957

Ο Νίκος Καχτίτσης και ο «Ηρωας της Γάνδης» περνούν στον Καναδά

Του Σπυρου Γιανναρα*

«Ποιος είναι ο Νίκος Καχτίτσης;», αναρωτιέται ο καναδικός Τύπος μετά την κυκλοφορία του «Ηρωα της Γάνδης» σε γαλλική μετάφραση από τον εκδοτικό οίκο ‚ditions du Boreal του Μόντρεάλ.
«Λέγεται ότι στην Ελλάδα ο Νίκος Καχτίτσης είναι ένας σημαντικός συγγραφέας. Αυτή όμως δυστυχώς είναι η μοίρα των μικρών χωρών που χρησιμοποιούν μια γλώσσα που μιλιέται ελάχιστα στον υπόλοιπο κόσμο: Οι συγγραφείς τους αργούν περισσότερο να αναγνωριστούν παγκοσμίως», σημειώνει η δημοσιογράφος Σαντάλ Γκι. Η δημοσιογράφος υπογραμμίζει ότι ο διευθυντής του περιοδικού Libert, Πιερ Λεφέβρ, το οποίο κυκλοφόρησε με αφιέρωμα στον «Ηρωα της Γάνδης», εντυπωσιάστηκε μαθαίνοντας την ύπαρξη ενός Ελληνα συγγραφέα, που αναγνωρίστηκε στη χώρα του, αλλά παραμένει εντελώς άγνωστος στο Μόντρεαλ όπου και έγραψε το εν λόγω μυθιστόρημα.
Ειρωνεία της Ιστορίας; Η πραγματικότητα είναι ότι ο συγγραφέας που μετέφρασαν στα γαλλικά ο καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Μόντρεαλ Ζακ Μπουσάρ και ο προσωπικός φίλος του Καχτίτση Φρεντ Α. Ριντ δεν είναι ιδιαίτερα γνωστός στην πατρίδα του. Οι Ελληνες αναγνώστες που γνωρίζουν την ύπαρξή του μειώνονται διαρκώς. Οι εκδόσεις των βιβλίων του από τη «Στιγμή» όσο και του «Ηρωα της Γάνδης» από τον Κέδρο καθίστανται χρόνο με τον χρόνο ολοένα και πιο δυσεύρετες. Το περίεργο είναι ότι τα τελευταία χρόνια περιπίπτουν στη λήθη συγγραφείς όχι απλώς εγνωσμένης, αλλά μεγάλης λογοτεχνικής αξίας, όπως ο Γιώργος Ιωάννου.
Η αναζήτηση των αιτίων αυτής της συλλογικής λογοτεχνικής αμνησίας θα είχε εξαιρετικό ενδιαφέρον.
Γεγονός είναι ότι ο «Ηρωας της Γάνδης» επιστρέφει στον τόπο όπου συντελέστηκε, όχι το έγκλημα, αλλά η συγγραφή του βιβλίου και υπό μία έννοια στην αληθινή του πατρίδα. Γιατί, υπό μία έννοια, ο Καχτίτσης ανήκει τόσο από θεματικής όσο και από ποιητικής άποψης στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία του 20ού αιώνα. Η αφομοίωση στο έργο του ενός ορμητικού λογοτεχνικού ρεύματος που εκβάλλει στον πιο ακραιφνή μοντερνισμό -από τον Κάφκα, τον Κόνραντ, τον Ντοστογιέφκσι, τον Τζόις, τον Προυστ, αλλά και τον Τόμας ντε Κουίνσι, τον Λόρενς, τον Μέλβιλ και τον Κλάιστ, όπως υπογραμμίζει ο Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος- δεν υπολείπεται σε τίποτα τους συγχρόνους τους Κεντροευρωπαίους συγγραφείς που γράφουν στα αγγλικά ή στα γαλλικά. Ταυτόχρονα όμως δεν αποποιείται, αλλά συνομιλεί με τη νεοελληνική πεζογραφική παράδοση, όπως τον Παπαδιαμάντη, αλλά και την πρωτοπορία της εποχής του, τον Επαμεινώνδα Η. Γονατά και τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη. Τα κεντρικά μοτίβα του Καχτίτση, η έμφαση στη μνήμη, η εσωτερική λειτουργία της σκέψης, το στόμωμα του ορίου μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας, η προβληματική σχέση του υποκειμένου με τον κόσμο, οι εναλλαγές της συνείδησης είναι ταυτόχρονα οι βασικές θεματικές που επεξεργάστηκε η ευρωπαϊκή και η λατινοαμερικανική λογοτεχνία στο διάβα του 20ού αιώνα.
Οι επόμενες γενιές πεζογράφων μοιάζουν (σχηματικά μιλώντας) να διαιρούνται σε εκείνους που πορεύονται στο αυλάκι της «κλασικής» νεοελληνικής πεζογραφίας (τα τελευταία χρόνια είναι έντονη η αναβίωση μιας νέας ηθογραφίας) και εκείνους που ανδρώθηκαν στο χωράφι της ξένης λογοτεχνίας - διαβάζοντας είτε από το πρωτότυπο είτε από το πλήθος πλέον έγκριτων μεταφράσεων. Ο συγκερασμός του Καχτίτση αποτελεί σταθμό στη λογοτεχνία μας.
_______________

Νίκος Καχτίτσης – Ο Εξώστης

        Ελληνική Λογοτεχνία        

Εδώ και κάποιες μέρες πήρα στα χέρια μου ένα βιβλίο άλλης εποχής, γραφής και αισθητικής, ένα βιβλίο περίτεχνης τυπογραφίας που σε κάθε του κεφάλαιο έχει και το ζωγραφικό του σχέδιο, με την ίδια εκείνη παλιά αίσθηση των βιβλίων που σε προσκαλούσαν μ’ όλους τους τρόπους στον κόσμο τους. Γνώριζα τον ιδιαίτατο συγγραφέα του και την λογοτεχνική σπάνιν του κειμένου, αλλά εισήλθα σαν σε πρώτη φορά στους δυο εφαπτόμενους κόσμους. Και βρέθηκα προσκεκλημένος σε δικά του τοπεία (με έψιλον γιώτα, όπως προτιμούσε να το γράφει) που ακόμα εξαντλούν τις σκέψεις μου, κι ας το διάβασα στην ασφαλή θάλπη της πολυθρόνας μου. Μήπως αντί για προσκεκλημένος θα έπρεπε να γράψω παγιδευμένος; Από τις πρώτες γραμμές σχεδόν οσφράνθηκα την μυρωδιά της τροπικής μούχλας των νοτισμένων σελίδων που βρήκε και μας παρέδωσε ο πρώην ταξινομητής υπογείων «εκδότης» και καθ’ όλη την διάρκεια της τραγικής εξομολόγησης του συγγραφέα τους, Σ.Π., παρέμεινα ακροατής των βασανιστικών του σκέψεων και αυτόπτης αναγνώστης των διαδοχικών του καταβαραθρώσεων.


Αυτός ο άνθρωπος βρέθηκε στην Αφρική αναζητώντας ένα καταφύγιο λήθης, μακριά από τις ανομολόγητες φρικτές του πράξεις σε μια πολιορκούμενη ευρωπαϊκή πόλη. Αλλοτινός αρχαιοπώλης, πούλησε το σύνολο της περιουσίας του και επεδίωξε να χαθεί στην μαύρη ήπειρο· η επιθυμία του όμως να διαφύγει από τις εφιαλτικές μνήμες παραμένει απραγματοποίητη.Θυμάμαι, προς μεγάλο μου αίσχος, που με κάνει τώρα που τα γράφω αυτά ν’ αναστενάζω από ανείπωτη απελπισία, με τι ικανοποίηση περπάτησα ο αναίσθητος για λίγο ακόμα πάνω στα σάπια φύλλα, που διατηρούσαν ακόμα το χρώμα της σκουριάς, και κατόπι αποσύρθηκε με διάθεση σιγουριάς στη βιβλιοθήκη μου, και, μπροστά στο παραθυράκι, με τα μάτια μου προς τα σκελετωμένα δέντρα, έλεγα από μέσα μου: «Γιατί εγώ δηλαδή είχα λάβει τα μέτρα μου; Ας φρόντιζαν κι οι άλλοι. Πόλεμοι έχουμε», χωρίς να εννοώ συγκεκριμένα το φίλο μου αυτόν – τόση ήταν η αναλγησία μου, για την οποία υποφέρω τώρα, και θα υποφέρω μέχρι που να πληρώσω για καλά…[σ. 64 - 65]

Σα να μην έφτανε η αιχμαλωσία των ενοχών, δυο ανεπιθύμητες παρουσίες επιτείνουν την ψυχορραγούσα του καθημερινότητα. Ο αλλοτινός φίλος του Συνταγματάρχης (που γνωρίζει το ύποπτο παρελθόν του και το χρησιμοποιεί για να τον αναστατώσει αλλά και να τον απειλήσει) και μια άλλη, αδιόρατη κι αποτρόπαιη παρουσία που τού προκαλεί τρομώδεις συναισθήσεις. Ο Σ.Π. κρατά ημερολόγιο και επαναφηγείται τα καθημερινά του βασανίσματα σε μια απελπισμένη προσπάθεια να τα μοιραστεί (με ποιον άραγε;) και να τα κατανοήσει. «Η πράξη της αφήγησης ως απόπειρα ανακοπής της πορείας προς ψυχική κατάρρευση», ψιθυρίζει κάποιος από τις πίσω σελίδες. Διαφυγή δεν υπάρχει ούτε στο ίδιο το δωμάτιο του ξενοδοχείου, όπου καταλύει τον τελευταίο καιρό.

Εκείνη τη στιγμή, όπως τα σκεφτόμουνα αυτά σε μια κατατονική κατάσταση βυθισμένος, με τα μάτια μου προς την κορυφή της κουνουπιέρας, σα να προσευχόμουνα, τράβηξε την προσοχή μου, πίσω από τη βελουδένια εκείνη κουρτίνα που έκρυβε το μπάνιο μου, ο γνωστός σε μένα θόρυβος από μια σταλαγματιά νερού, που άλλες στιγμές ήταν ικανός να μου φέρει την τρέλα. «Η στρόφιγγα, η στρόφιγγα», σκέφτηκα (ένα απαρχαιωμένο και επανειλημμένα επισκευασμένο χάλκινο εξάρτημα του μπάνιου), «άρχιζε να στάζει πάλι. Τι απαίσιοι είναι να μη φροντίζουν να τη φτιάσουν, και πληρώνω ένα σωρό χρήματα γι’ αυτό το καταραμένο δωμάτιο…Θα τους κάνω μήνυση…Δε θα ξαναμείνω άλλο εδώ…. [σ. 62 – 63]
Τι έχει συμβεί ακριβώς, ποιος θα μας το πει και πως; Ο αφηγητής στροβιλίζεται ανάμεσα σε διαρκείς «επανορθώσεις» (επιστροφές στα λεχθέντα προς ενίσχυση, αποδυνάμωση ή αναίρεση!) που μας παραπλανούν ως δήθεν προσπάθειες για επίτευξη της μέγιστης δυνατής ακρίβειας, της πλησιέστερης δυνατής προσέγγισης της αλήθειας αλλά τελικά σπέρνουν τη δυσπιστία και την αμφιβολία. Οι διηγήσεις του αλληλοαποκλείονται, κάθε αλήθεια διαψεύδεται, όλες οι εκδοχές εκδοχές αναιρούνται, γεγονότα αποσιωπούνται. Τι λαβύρινθος είναι αυτός;


Βλέπω ότι έχω να εξοφλήσω μερικούς λογαριασμούς ακόμα με τον εαυτό μου. Διάβασα στο μεταξύ όσα έγραψα για τον πρόσφατο τσακωμό μου με τον συνταγματάρχη (και πού δεν έχω κουβαλήσει το χειρόγραφο) και αναγνωρίζω, προς μεγάλη μου ντροπή, ότι πολλά από εκείνα που παρουσίασα για δικά του δεν ήταν παρά υποκρισίες δικές μου. Ακόμα και σ’ αυτό το χειρόγραφο, που το προορίζω να διαβαστεί μετά το θάνατό μου, φάνηκα υποκριτής. Μα πότε επιτέλους θα διορθωθώ; Φέρομαι σα να έχω δεκαετίες ολόκληρες μπροστά μου. [σ. 119]

Αδυνατώντας να ολοκληρώσει τις ιστορίες του, ο Σ.Π. πασχίζει να κουραστεί για να μπορέσει να τον πάρει ο ύπνος το βράδυ, να μην ακούει τους τριγμούς των επίπλων και την ατέλειωτη βροχή, τους θορύβους των πελατών του ξενοδοχείου και το σαράκι που τον κατατρώει εντός. Από πάνω του πνιγηρή κουνουπιέρα – καταφύγιο, έξω το σαπισμένο τοπίο και οι αλληλοκαταβροχθιζόμενοι οργανισμοί, κάποτε και κάτι δυστυχισμένοι μαύροι, μέσα στις πιρόγες, που παλεύουν με τα κύματα. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί τους λέω δυστυχισμένους, σα να είμαι ευτυχισμένος εγώ. [σ. 24]

«Απ’ αυτή τη στιγμή η φιλία μας ανήκει στο παρελθόν…» είπα πληγωμένος. Με τη φαντασία μου έτρεχα στο παρελθόν, αναζητώντας παρηγοριά σε παλαιές φιλίες που προ πολλού είχαν σβήσει. [σ. 95]. Στερημένος κι απ’ τον τελευταίο του φίλο, ο Σ.Π. αισθάνεται μόνος και πολιορκούμενος μέσα στην έρημο της ζούγκλας και στην απομόνωση του φυσικού τοπίου, πανικόβλητος ανάμεσα σε αγνώστους, άλλος μεταξύ αλλοφύλων, γεμάτος τύψεις για τα δικά του «αποτρόπαια ανομήματα» και φοβισμένος για την αποκάλυψή τους· ακόμα και τα γκαρσόνια αισθάνεται πως τον ελεεινολογούν και στοιχηματίζει ότι ξεκαρδίζονται στα γέλια όταν χαθεί από τα μάτια τους. Κι όχι μόνο αυτοί, αλλά ολόκληρος ο κόσμος: Το φως που έπεφτε από τον ουρανό έδινε σ’ όλα τα πράγματα ένα χρώμα εχθρικό· πώς να το πω – σα να έριχναν έναν προβολέα πάνω μου, και να με περιεργαζόταν, με υποψία, ολόκληρος ο κόσμος. [σ. 46] Έμμονος, διστακτικός και αναποφάσιστος, «υποχείριο της απληστίας του και του απαίσιου εγωισμού του», αντιλαμβάνεται ως μόνη του λύτρωση την παραίτηση και τον αυτοαφανισμό.


Ο συγγραφέας του συγγραφέα του χειρογράφου υπήρξε μια σπάνια λογοτεχνική περίπτωση. Στο κείμενό του μπορεί κανείς να αφουγκραστεί (όταν οι εντός του θόρυβοι σταματήσουν) πνοές ντοστογιεφσκικής απόγνωσης, καφκικών καθόδων και πεσσοαϊκής μοναξιάς, όπως και μονολόγους της θεσσαλονίκειας σχολής του Ν.Γ. Πεντζίκη (με τον οποίον αντάλλαξε 47 επιστολές), του Γ. Δέλιου (στον οποίον αφιέρωσε το βιβλίο), του κύκλου του Κοχλία (που εκτιμούσε και επισκέφθηκε), αλλά και την επίδραση φίλων και συνεργατών (Ε.Χ. Γονατάς, Τάκης Σινόπουλος, Γ. Παυλόπουλος). Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός πως με αρκετούς από τους προαναφερθέντες κρατούσε πολύχρονη και πολύγραπτη αλληλογραφία. Υπήρξε μανιώδης της εκλεκτής τυπογραφίας και της αισθητικής των τυπωμένων αναγνωσμάτων αλλά και δημιουργός αυτοσχέδιων και χειρόγραφων περιοδικών, όπως ήταν, μεταξύ άλλων, η Ουλή, Όργανο των απανταχού πολιορκημένων, εικονογραφημένο ιδιωτικό περιοδικό δια χειρός του ιδίου και του Γ. Παυλόπουλου αποκλειστικώς για τον Πεντζίκη, δήθεν εκδιδόμενο υπό λογοκρισία στην πολιορκημένη Γάνδη!


Σα να τον βλέπω στο Ναύπλιο (αναμνήσεις από τον αδειανό δρόμο τα παραθαλάσσιας χειμερινής πόλης, κυνηγώντας πεταμένες εφημερίδες που τις έσερνε ο άνεμος εδώ κι εκεί) και στην Πάτρα (…έχω γυρίσει και βαρεθεί όλες τις συνοικίες της, και τους δρόμους της […]. Η πόλη όμως τούτη με οδήγησε να γράψω το διήγημα «Τα δυο ηλιοτρόπια»)· να τριγυρνά αναζητώντας συγκινήσεις και να πανικοβάλλεται μέχρις οξύτατης ψυχικής κρίσης λόγω του ενδεχομένου αποστολής του στο Εκστρατευτικό Σώμα της Ελλάδας στην Κορέα· να αναχωρεί για την Ντουάλα του Γαλλικού Καμερούν όπου εργάζεται ως λογιστής (1953 – 1955)· να αποκαρδιώνεται από το κλίμα και τις συνθήκες· να φεύγει στην άλλη άκρη του κόσμου, το Μόντρεαλ (1956) όπου θα βιοπορίζεται με ποικίλες εργασίες, πασχίζοντας μάταια να «απελευθερωθεί» και να μπει στον αγγλόφωνο κόσμο και στην δημοσιογραφία· να απογοητεύεται, φανατικός αντιμονάρχης, από την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα και την στάση ορισμένων άλλοτε σεβαστών φίλων (π.χ. του Πεντζίκη). Κι όλα τούτα χάρη στο «Χρονολόγιο σε α΄ και γ΄ πρόσωπο» που συνέταξε ο Βίκτωρ Καμχής το οποίο μαζί με τα κείμενα του Γιάννη Δημητρακάκη («Ο αναξιόπιστος εξομολογούμενος. Αφήγηση και ύφος στον Εξώστη του Ν. Καχτίτση») και της Γιώτας Κριτσέλη (Ο εξώστης: Η περιπέτεια της έκδοσης) αποτελούν τα τρία μέρη ενός εκτενούς επίμετρου που μου δίνει τους απαραίτητους φανούς για να απολαύσω την θέα μέσα στον Εξώστη.

Το τελευταίο αυτό κείμενο της εκδότριας της Κίχλης μας παρουσιάζει το χρονικό της «εξαιρετικά ενδιαφέρουσας περιπέτειας» της παρούσας έκδοσης, που εκφράζει περισσότερο από κάθε άλλη φορά την τελική βούληση του συγγραφέα, καθώς αξιοποιεί το δακτυλόγραφο του συγγραφέα που βρέθηκε στο Αρχείο Ε.Χ. Γονατά. Το χειρόγραφο αντιπαραβάλλεται τόσο με την Α΄ έκδοση του Εξώστη το 1964 στην Πρώτη Ύλη των Ε.Χ. Γονατά και Δ.Π. Παπαδίτσα, τυπωμένη στη Θεσσαλονίκη υπό την επιστασία του Κ. Τσίζεκ (τα προβλήματα κατά την προετοιμασία της αποτέλεσαν και το αντικείμενο της Περιπέτειας ενός βιβλίου του Καχτίτση), όσο και με την Β΄ έκδοση (1985, Στιγμή, επιμ. Αιμίλιου Καλιακάτσου -Ε. Χ. Γονατά). Τα σχετικά αποσπάσματα από την αλληλογραφία Καχτίση – Γονατά αποτελούν από μόνα τους ένα ενδιαφέρον και απολαυστικό κείμενο: οι εκτεταμένες παρατηρήσεις του δεύτερου και οι αμφίθυμες αντιδράσεις του πρώτου μαζί με τις συνομιλίες τους για πλείστα θέματα οικονομίας, «αποτοξίνωσης» του κειμένου ή «εγχείρησης» των διαλόγων αποτελούν υποδείγματα προβληματισμών περί εκδοτικής επιμέλειας αλλά και αναδεικνύουν την περίπλοκη και σε ψυχολογικό επίπεδο σχέση του συγγραφέα με τον εκδότη – επιμελητή. Η συνδρομή του Γονατά, γράφει η Γ. Κριτσέλη, υπήρξε ευεργετική και για την γλωσσική μορφή του Εξώστη, καθώς ο ίδιος υπήρξε εραστής της ακριβολογίας και της γλωσσικής καλλιέπειας.

Και τώρα επιτρέψτε μου να σας αφήσω, για να επισκεφτώ για άλλη μια φορά την Καχτίτσεια Περσόνα του Στοππάκιου Παπένγκους στο σπίτι του μέσα στη ζούγκλα, που όπως μου είπε, έχει διώξει τους υπηρέτες του, και προπαντός τον κηπουρό, κι έχει αφήσει τη χλωρίδα της έπαυλης να την πνίξει απ’ όλα τα σημεία. Ελπίζω να μπορέσω να περάσω ανάμεσα από τη θηριώδη βλάστηση που καλύπτει πλέον και τα παράθυρα. Αναρωτιέμαι ποια ιστορία θα μου διηγηθεί ή θα μου αποσιωπήσει αυτή τη φορά.

Όσο για τον συγγραφέα του, όπως έγραφε το 1985 σε κείμενό του στη Λέξη ο θερμός φίλος του Γ. Παυλόπουλος …διαπίστωσα πολλές φορές ότι τα καθημερινά πράγματα τροφοδοτούσαν τη φαντασία του με κείνο το υλικό με το οποίο έφτιαχνε συνεχώς την άλλη ζωή του, τη μαγική. Τα άγχη, οι κακοτυχίες, οι γελοιότητες, οι ανέφικτες ερωτικές σχέσεις, ότι τον απέλπιζε και τον πολιορκούσε, έβρισκε συχνά τη βαθύτερη έκφρασή του σ’ αυτό το παιχνίδι που τον απελευθέρωνε και τον οδηγούσε αλάθητα στην Λογοτεχνία…

[Νίκος Χ. Καχτίτσης, Γαστούνη Ηλείας, 1926 – Πάτρα 1970]

Εκδ. Κίχλη, 2012, επιμέλεια Γιώτα Κριτσέλη – Βίκτωρ Καμχής, 
με σχέδια της Εύης Τσακνιά, σ. 226 [Κείμενο ως σ. 139, επίμετρο 143 – 226]

Σημ. :  Το Πανδοχείο πάντα ενδιαφέρεται για τον αισθητικό εμπλουτισμό των κειμένων του και αφιερώνει πολύ χρόνο στην εξεύρεση του καταλληλότερου έργου τέχνης, φωτογραφίας κ.λπ. Η περίπτωση του Εξώστη είναι διαφορετική. Τίποτα δεν μπορεί να ταιριάξει εδώ παρά μόνο οι φωτογραφίες του συγγραφέα και τα σχέδια της υποδειγματικής αυτής έκδοσης, γι’ αυτό και ευχαριστώ την εκδότρια Γιώτα Κριτσέλη για τις πρώτες και την Εύη Τσακνιά για τα δεύτερα.

______________________
από το:  pandoxeio 

Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2014

Η επανέκδοση του «Εξώστη» του Νίκου Καχτίτση

"Ο Εξώστης", Νίκος Καχτίτσης
εκδ. Κίχλη, 2012, σελ. 226



Η επανέκδοση του «Εξώστη» του Νίκου Καχτίτση, και μάλιστα σε μια έκδοση ιδιαιτέρως φροντισμένη και ψαγμένη ως προς την απόδοση του κειμένου, ήταν ένα γεγονός που έκανε σχετικό θόρυβο σε αυτούς που ασχολούνται με τα βιβλία στην Ελλάδα. Και όχι άδικα, γιατί ο σχεδόν άγνωστος στο ευρύ κοινό Καχτίτσης έγραφε μοντέρνα σε μιαν εποχή που στην Ελλάδα δεν ήταν αυτή η νόρμα.
Ήρωας του βιβλίου είναι ο Σ.Π, ένας άνθρωπος που έχει καταφύγει στην Αφρική για να ξεφύγει από τις τύψεις για όσα έχει κάνει. Εκεί περνά σχετικά καλά τα πρώτα χρόνια, γίνεται κολλητός φίλος του διοικητή, φλερτάρει ως και την κόρη του, μια νεαρά κατά πολύ νεότερή του. Όμως ξαφνικά δυο εφιαλτικά περιστατικά θα του θυμίσουν τις τύψεις, θα καταλήξει ένας σπασμένος και μόνος άνθρωπος που γράφει αυτό το ημερολόγιο, για να μας εκθέσει τα συναισθήματα και τη συντριβή του, την πρόθεσή του να αυτοκτονήσει.
Ο Σ.Π. είναι ένας αναξιόπιστος αφηγητής. Συνεχώς ανασκευάζει, μερικές φορές υπεκφεύγει, άλλοτε διστάζει, διορθώνει, ξέρει και δεν ξέρει, ξέρει αλλά δε λέει. Στο κείμενο από πλευράς πλοκής γίνονται πολύ λίγα πράγματα, αποκαλύπτονται ακόμα λιγότερα. Όμως αυτό που συμβαίνει είναι αληθινό. Ο Σ.Π., ένα κάθαρμα που διέπραξε εγκλήματα στον πόλεμο κι έπειτα θέλησε να τη σκαπουλάρει στην Αφρική κρατώντας τα άνομα λεφτά, είναι ένας άνθρωπος σε παρακμή μεν, αλλά δεν παύει να είναι ο εαυτός του. Θέλει να βρει ελαφρυντικά ως και την ύστατη ώρα, από την άλλη καταλαβαίνει πως δεν υπάρχουν. Θα μπορούσε να κερδίσει τη συμπάθειά μας, όμως είναι γλοιώδης.
Η χαρά του κειμένου είναι αυτή, καθώς και η μαγκιά του, ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής δεν μας διηγείται με τα λόγια το ποιόν του, δεν είναι αυτό που λέει που μετράει, αλλά ο τρόπος που το λέει. Ο χαρακτήρας του αποκαλύπτεται χωρίς φτιασίδια, τη στιγμή που ο λόγος του είναι γεμάτος γιρλάντες και υπεκφυγές. Ο «Εξώστης» είναι ένα πραγματικά σημαντικό έργο, μια άσκηση ύφους πετυχημένη. Κι αν ως τώρα δεν ξέραμε τον συγγραφέα του, καιρός ήταν να τον μάθουμε.
Κατερίνα Μαλακατέ


«Ο Εξώστης», Νίκος Καχτίτσης, εκδ. Κίχλη, 2012, σελ. 226
Υ.Γ. Η έκδοση της Κίχλης είναι ολοκληρωμένη, με επίμετρο, επιστολές, βιογραφία, ως κι ένα σημείωμα της εκδότριας που μας εξηγεί την περιπέτεια της έκδοσης. Αξίζουν συγχαρητήρια.

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ
Ένα blog για τα βιβλία, τη γραφή και την ανάγνωση

Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2014

Νίκος Καχτίτσης: Υπήρξα καφκικός προτού διαβάσω Κάφκα

Πόλυ Κρημνιώτη 
Τρέφω τις πιο σκληρές ιδέες για κείνους που πάνε να μου ταράξουν την ησυχία στη μοναξιά μου. Αλλά για ποια ησυχία μιλάω;

Νίκος Καχτίτσης, "Ο εξώστης"


Πέρασε σαν κομήτης από την ελληνική λογοτεχνία. Ο πρόωρος θάνατός του, μόλις στα 44 χρόνια του, διέκοψε βίαια μια γόνιμη συγγραφική πορεία, ένα έργο πρωτοπόρο για την εποχή του που παρέκαμψε την παραδοσιακή αφήγηση εισχωρώντας με ιδιότυπο και εντελώς προσωπικό τρόπο στην περιοχή της μετανεωτερικότητας. Διαβάστηκε άραγε αρκετά στην εποχή του; Παρ' ότι όλες αυτές οι παράμετροι και επιπλέον η εκδοτική περιπέτεια των βιβλίων του, συνέθεσαν ένα ασφυκτικό πλαίσιο για τους εν δυνάμει αναγνώστες του, και διαβάστηκε και πήρε θέση ανάμεσα στους σημαντικότερους λογοτέχνες μας της μεταπολεμικής γενιάς. Απόκτησε φανατικούς θαυμαστές, μα πάνω απ' όλα τον λάτρεψαν οι ποιητές.
Διαβάζεται άραγε σήμερα; Επιτέλους, μπορεί να ξαναδιαβαστεί. Εξαντλημένα εδώ και αρκετά χρόνια τα βιβλία του, στέρησαν από πολλούς τη δυνατότητα να γνωρίσουν τη γραφή του. Ωστόσο η επανέκδοση του "Εξώστη" πριν από μερικές εβδομάδες από τις εκδόσεις Κίχλη ανοίγει πλέον τον δρόμο όχι μόνο για τη γνωριμία μιας νέα γενιάς αναγνωστών με τον Νίκο Καχτίτση, αλλά και για μια επανατοποθέτηση του έργου του στον χάρτη της νεότερης πεζογραφίας μας.
Γραμμένος το 1963-1964, ο "Εξώστης" προσφέρει τη δυνατότητα στον Καχτίτση να καταδυθεί στο μείζον θέμα της ενοχής. "Ο ήρωας του Εξώστη" -γράφει ο ίδιος στον Γιώργη Παυλόπουλο στις 3 Μαρτίου του 1963- "για να γλιτώσει, καταφεύγει στην Αφρική. Αλλά, ενώ γλιτώνει από τους εχθρούς του, δεν μπορεί να διαφύγει την τιμωρία από τον κυριότερο κατήγορο: τον εαυτό του". Και πραγματικά ο Στοππάκιος Παπένγκους, κάπου στην κεντρική Αφρική, από την έπαυλή του "εις τα κράσπεδα της πόλεως και παρά τας εκβολάς του ποταμού Βούρι", κρατάει την τελευταία πράξη του δράματος για τον εαυτό του.
Η μνήμη γίνεται βασανιστική και επαναφέρει διαρκώς στις τελευταίες ημέρες του ήρωα τα "αποτρόπαια ανομήματά" του. Και καθώς το παρελθόν εισβάλλει, ελεγχόμενα από τον συγγραφέα, στο παρόν, επανέρχονται διαρκώς οι μορφές του φίλου και της ανθοπώλιδας, που αμφότερους έχει προδώσει. Φιλία και προδοσία εξάλλου αποτελούν κομβικά στοιχεία για τον Καχτίτση, όχι μόνο στο συγκεκριμένο έργο.
Βεβαίως ο Στοππάκιος δεν θα αποκαλύψει ποτέ εντός των γραμμών του "Εξώστη" αυτό που ο Καχτίτσης ομολογεί στον φίλο του από την εποχή της νεότητας Γιώργη Παυλόπουλο. "Ο Στοππάκιος Παπένγκους υπήρξε 'δωσίλογος' κατά την πολιορκία της Γάνδης, τέχνασμα δικό μου για να μου δοθεί λαβή να γράψω ένα δοκίμιο πάνω στο θέμα 'τύψεις'".
Ο Καχτίτσης οικοδομεί τον "Εξώστη" του πάνω σε μια στέρεη και γλαφυρή αφήγηση που από τη μια χρησιμοποιεί το στοιχείο του φανταστικού, αλλά χωρίς να του δίνει απόλυτη προτεραιότητα, ώστε να περιορίσει το έργο του στα στενά όρια ενός φανταστικού αφηγήματος, και από την άλλη βασίζεται στο διαρκές παιχνίδι ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα.
Αποφεύγει να φανερώσει όλη την αλήθεια στον αναγνώστη του, τον κρατά σε διαρκή αμφιβολία, τον αφήνει να αναρωτιέται αν όντως όσα λέγονται είναι αληθινά ή όλα είναι ένα ψέμα. Ο συγγραφέας αποκαλύπτει κάθε φορά τόσα όσα απαιτούνται για να εισχωρήσει ο ήρωάς του στα βαθύτερα στρώματα της ανθρώπινης ύπαρξης και αγωνίας, να ψηλαφίσει τις ανομολόγητες ενοχές του και να αποκαλυφθεί η εσωτερική ερημία η χτισμένη από το κυνήγι της ερινύας.
Αυτή η απόσταση ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα, η συνεχής αμφιβολία που δημιουργεί για το τι είναι αλήθεια και τι ψέμα, παιχνίδι προσφιλές στον Καχτίτση, ενδεχομένως ανοίκειο στον μη επαρκώς καταρτισμένο αναγνώστη της εποχής του, αποδεικνύεται τόσο γοητευτικό για τον αναγνώστη της σήμερον και προπάντων αποτελεσματικό για τη διαδικασία της ανάγνωσης.
Μάστορας της αφήγησης ο Καχτίτσης, εδώ δεν εγκαταλείπει τα παραδοσιακά εργαλεία, δημιουργεί εικόνες, παρασύρει, εξάπτει τη φαντασία δίνοντας μερτικό στο σασπένς και ευρυχωρία στη σαφήνεια. Είτε χρησιμοποιεί την ειρωνεία είτε καταφεύγει στην παρωδία και την αναίρεση, παίζει διαρκώς με τον αναγνώστη του εκείνο το παιχνίδι που παίζαμε παλιά με το δαχτυλίδι. Ψάξε, ψάξε, δεν θα το βρεις...
Με άλλα λόγια δίνει ένα βιβλίο που ρουφιέται, που το πιάνεις στα χέρια σου και λαχταράς να φτάσεις στην τελευταία σελίδα. Και εδώ συμβαίνει αυτό το ωραίο που επιφυλάσσουν οι νέες αναγνώσεις στα βιβλία. Καταρρίπτεται ο μύθος του "δύσκολου" συγγραφέα. Ο Καχτίτσης πετά με χάρη από πάνω του τη ρετσινιά του συγγραφέα που απευθύνεται σε ένα στενό αριθμό επαρκώς ασκημένων αναγνωστών.
Από τους πρώτους που το διέγνωσαν άλλωστε, ήταν ο Επαμεινώνδας Χ. Γονατάς. "Διάβασα και ξαναδιάβασα πολλές φορές τον 'Εξώστη' με ιδιαίτερη προσοχή και καλή διάθεση. Σας πληροφορώ λοιπόν ότι εν γένει μου άρεσε καθ' υπερβολήν... Κρατάει διαρκώς το ενδιαφέρον του αναγνώστη, πολλές φορές σαν σασπένς ποιότητος, κι η ένταση είναι διάχυτη παντού και δεν μειώνεται..." ομολογεί στην ανέκδοτη έως τώρα επιστολή του προς τον Καχτίτση στις 6 Μαΐου του 1964.
Ο ρόλος του Γονατά στη διαμόρφωση του "Εξώστη", έτσι όπως φανερώνεται μέσα από την αλληλογραφία τους, είναι από τα καινούργια στοιχεία που προσφέρει η παρούσα έκδοση και αναδεικνύεται στο επίμετρό της. Το επίμετρο δεν περιορίζεται να συστήσει τον συγγραφέα σε μια νέα γενιά αναγνωστών, αλλά επιχειρεί μέσα από την, εν πολλοίς, ανέκδοτη έως τώρα αλληλογραφία Καχτίτση - Γονατά να φωτίσει τη σχέση που ανέπτυξαν και να αναδείξει τη συμβολή του τελευταίου όχι μόνο στην έκδοση αλλά και στην ίδια την συγγραφή του συγκεκριμένου έργου.
Στην "Περιπέτεια της έκδοσης" του Εξώστη, η εκδότρια Γιώτα Κριτσέλη παρουσιάζει το χρονικό της εκδοτικής διαδρομής του βιβλίου από την "Πρώτη Ύλη" των Γονατά - Παπαδίτσα το 1964, τη "Στιγμή" το 1985, μέχρι την τωρινή της "Κίχλης". Διαφοροποιό στοιχείο της παρούσας έκδοσης από τις δύο προηγούμενες, στις οποίες επίσης βασίστηκε, είναι το δακτυλόγραφο του "Εξώστη" που έστειλε ο Καχτίτσης στον Γονατά λίγο πριν από την έκδοση του 1964, το οποίο βρέθηκε στο αρχείο Γονατά το φθινόπωρο του 2011.
Πάνω σ' αυτό ο Γονατάς κατέγραψε τις παρατηρήσεις του για τη γλώσσα και τη γραφή του έργου, οι οποίες στάθηκαν η αφορμή για να επιφέρει ο ίδιος ο Καχτίτσης σημαντικές αλλαγές πάνω στο αρχικό του κείμενο. Επιπλέον με βάση το δακτυλόγραφο διορθώθηκαν ορισμένα λάθη της πρώτης έκδοσης και επανήλθαν τα ιδιωματικά - προφορικά στοιχεία του λόγου του Καχτίτση.
Την αφήγηση και το ύφος του Καχτίτση στον "Εξώστη" εξετάζει στο κείμενό του ο Γιάννης Δημητρακάκης, ενώ στο πλήρες, σχεδόν υποδειγματικό χρονολόγιο ο Βίκτωρ Καμχής αναδεικνύει τις πολλαπλές διαστάσεις της προσωπικότητάς του, τις εμμονές, τις αγωνίες, τις μικρές χαρές, τη μεγάλη αγάπη του στην τυπογραφία που τον οδήγησε να στήσει ένα μικρό τυπογραφείο στο υπόγειο του σπιτιού του στο Μόντρεαλ, τα τραύματα από την Κατοχή, τον Εμφύλιο, τον στρατό, την αντιδικτατορική αρθρογραφία του στον Καναδά, την ανάγκη του για επικοινωνία με τους Έλληνες φίλους του έτσι όπως αναδεικνύεται από την αλληλογραφία τους.
Σε ένα επίμετρο χώρεσαν όλα αυτά που μέσα στη μικρή σε διάρκεια ζωή του Καχτίτση κυοφόρησαν και παρέδωσαν το εξαιρετικό έργο του. Μέσα απ' αυτό λάτρεψαν οι ομότεχνοί του τον Καχτίτση. Ο Σεφέρης, ο Γονατάς, ο Σινόπουλος, ο Παυλόπουλος, ο Πεντζίκης... Αλληλογραφούσε με όλους. Δεξιοτέχνης επιστολογράφος, στα γράμματά του αποτύπωνε τις συγγραφικές του αγωνίες και τις περιπέτειες των βιβλίων του και, όπως έχει γράψει ο Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος, παρέδιδε επιστολές με εξαιρετική λογοτεχνική αξία.
Γιατί κάπως έτσι ήταν ο Καχτίτσης, ένας άνθρωπος αφοσιωμένος στη λογοτεχνία. Ή, όπως πιο εύγλωττα το περιέγραψε ο Γιώργης Παυλόπουλος, ήταν από εκείνους που "τα καθημερινά πράγματα τροφοδοτούσαν τη φαντασία του με κείνο το υλικό με το οποίο έφτιαχνε συνεχώς την άλλη ζωή του, τη μαγική. Τα άγχη, οι κακουχίες, οι γελοιότητες, οι ανέφικτες ερωτικές σχέσεις, ό,τι τον απέλπιζε και τον πολιορκούσε, έβρισκε συχνά τη βαθύτερη έκφρασή του σ' αυτό το παιχνίδι που τον απελευθέρωνε και τον οδηγούσε αλάθητα στη Λογοτεχνία".
Γεννημένος στη Γαστούνη της Ηλείας, το 1926, με την Κατοχή, τον Εμφύλιο και τη θητεία του στον στρατό να τον στοιχειώνουν και να του επιτείνουν τις τάσεις φυγής, άρχισε να δημοσιεύει από την εφηβεία του και να μεταναστεύει από τη νεότητά του. Αρχικά στην Αφρική, για κάποιο διάστημα στην Ευρώπη και τελικά στο Μόντρεαλ του Καναδά, όπου θα κάνει την οικογένειά του και με τη Θάλεια θα αποκτήσουν τον γιο τους Θωμά.
Μία φορά θα γυρίσει στην Ελλάδα, μετά από 14 χρόνια αυτοεξορίας, στις 16 Μαΐου 1970. Χτυπημένος από οξεία λευχαιμία θα πεθάνει στην Πάτρα εννέα ημέρες μετά. Ήταν 44 χρόνων και είχε ήδη παραδώσει έργα όπως "Ποιοι οι φίλοι", "Το ενύπνιο", "Η ομορφάσχημη", "Η περιπέτεια ενός βιβλίου", "Ο ήρωας της Γανδης".
Ο ίδιος πάντως αυτοπροσδιοριζόταν ως εξής: "Υπήρξα καφκικός προτού διαβάσω Κάφκα".

http://archive.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=713760

Νίκος Καχτίτσης: μαθήματα λογοτεχνίας δι’ αλληλογραφίας

γράφει η  ΚΑΤΕΡΙΝΑ Δ. ΣΧΟΙΝΑ*

Η «συνοροπληξία» του επιστολογράφου Νίκου Καχτίτση

Ο «μανιώδης συνορόπληκτος»1 Νίκος Καχτίτσης, επιδιδόμενος σε διαρκείς μετακινήσεις, και των διανοητικών συμπεριλαμβανομένων, διέγραψε στο σύντομο 44χρονο βίο του έναν ευρύ γεωγραφικό κύκλο, εντός του οποίου έκλεισε ένα επίσης ευρύ λογοτεχνικό έργο. Η «περιπλανώμενη γραφή»2 του μετέρχεται κυρίως την πρόζα και δημιουργεί κείμενα λογοτεχνίας ενίοτε ενθυλακωμένα σε σχοινοτενείς επιστολές προς ευάριθμους επιστολογράφους. Επιπλέον, η «συνοροπληξία» του συγγραφέα μπορεί να υπαινίσσεται γενικώς τη μετέωρη θέση του, την ερωτοτροπία του με την παράδοση και τη νεωτερικότητα, την έλξη και απώθηση προς την πατρίδα που τον εξώθησε στον εκπατρισμό και στη συνακόλουθη νοσταλγία, αλλά και τη διαρκή αιώρηση μεταξύ πραγματικού και φασματικού, η οποία αποτελεί κομβικό σημείο και του επιστολικού του λόγου.
Η 15χρονη (1952-1967) γραπτή επικοινωνία του συγγραφέα με τον ομότεχνο, συντοπίτη και φίλο Γιώργη Παυλόπουλο αποκαλύπτει μια δυνατή σχέση και συμπίπτει χρονικά με την κύρια λογοτεχνική παραγωγή του καχτίτσειου έργου. Υπό τη διπλή αυτή οπτική, οι απόψεις περί λογοτεχνίας που διατυπώνει ο επιστολογράφος Καχτίτσης στην εξ αποστάσεως λογοτεχνική επιστολική συζήτηση με τον αλληλογράφο του δεν μπορούν παρά να ενδιαφέρουν τον αναγνώστη του ευρύτερου έργου του: πρώτα, γιατί το τελευταίο γράφεται παράλληλα με τις συγκεκριμένες επιστολές· έπειτα, γιατί ο παραλήπτης των επιστολών εκμαιεύει, εκών άκων, μια σειρά θέσεων που συναιρούμενες συνιστούν σχεδόν ένα λογοτεχνικό μανιφέστο. Οι επιστολές του Καχτίτση διαβάζονται, λοιπόν, και ως κείμενα ποιητικής, που αναπτύσσουν τη λογοτεχνική τους θεωρία έργω και λόγω. Διατυπώνουν, με άλλα λόγια, απόψεις και κανόνες περί λογοτεχνικής γραφής είτε με ευθείες υποδείξεις προς τον αποδέκτη των επιστολών είτε με αυτούσιες λογοτεχνικές ασκήσεις που προσπαθούν να κεντρίσουν το ενδιαφέρον του, αλλά και να τον προετοιμάσουν για τα κυοφορούμενα έργα του συγγραφέα. Επιπλέον, διαβεβαιώνουν (και τον σύγχρονο) αναγνώστη ότι στη μεγάλη λογοτεχνία δεν υπάρχουν μεγαλοφυείς συλλήψεις ή «παιδιά θαύματα», αλλά μόνον πολύ σκληρή δουλειά.3

Το «αποφασιστικό ξελάσπωμα» και οι δυσκολίες του

Κεντρική θέση σε αυτή τη λογοτεχνική θεωρία κατέχει ό,τι σημαντικότερο μπορεί να δικαιώσει την ύπαρξη: «τρώμε, ζούμε, αλλά το κυριότερο δεν επιτελείται- το γενναίο αποταμίευμα, γιααποφασιστικό ξελάσπωμα»·4 η γραφή. Αυτή φαίνεται να είναι η μόνη σωτηρία και λόγος ύπαρξης, «ο μεγάλος μας έρωτας». Είναι, ωστόσο, και βάσανος, πληγή, πηγή μελαγχολίας, μία δημιουργία σημείων που καθιστούν εναργέστερη τη σκιά του θανάτου. Πυρήνας της γραφής είναι το θέμα, συχνά ένα και μοναδικό σε μια εμμονικά μονοθεματική λογοτεχνία, αφού «ένα θέμα δεν έχει εξαντληθεί ποτέ και δεν θα εξαντληθεί μέχρι καταβολής κόσμου». Ακολουθεί η σύλληψη των χαρακτήρων που, όταν αποκτήσουν τη δική τους ζωή, επισείουν την απόλυτη προσήλωση του συγγραφέα.
Η ενδεδειγμένη ηλικία να επιδοθεί κανείς στη λογοτεχνική παραγωγή δεν είναι η νεανική, καθώς «τι είδους οξύτητα μπορεί να έχει ένα μάτι 21 έτους;», χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν ελλοχεύει ο κίνδυνος, αν η αναβλητικότητα του επίδοξου συγγραφέα είναι μεγάλη, να καταλήξει η γραφή «εις τας Ελληνικάς καλένδας». Η αργή κυοφορία του λογοτεχνικού κειμένου εγγυάται κατά κανόνα ωριμότητα, η οποία προκύπτει από άοκνη και καθημερινή άσκηση, που συμπεριλαμβάνει τις επαναγραφές, διορθώσεις, προσθαφαιρέσεις, επανειλημμένες επεξεργασίες. Όταν, όμως, τα γραπτά έχουν ολοκληρωθεί και παραμένουν αδημοσίευτα, τότε «μουχλιάζουν» ξεχασμένα στο συρτάρι του συγγραφέα, απαιτώντας έτσι την άμεση δημοσίευσή τους. Παρεμπιπτόντως, το συρτάρι αυτό φιλοξενείται στο λιτό εργαστήριο του συγγραφέα, το οποίο δεν απαιτεί πολλά: αρκεί «μια γωνία ή ένα δωματιάκι, αφιερωμένο αποκλειστικά στη λογοτεχνία». Ακόμα καλύτερα, όταν στην εικόνα προστίθεται ένα παραδεισένιο περιβάλλον. Ο παράδεισος του Καχτίτση έχει σαφή περιγράμματα: τοποθετείται στην Κυλλήνη, κοντά στη θάλασσα, συντροφιά με αγαπημένα πρόσωπα, «ένα κοινόβιο για πραγματικούς χειριστές του καλάμου»,5 γεμάτο από μέρες που περνούν «γράφοντας, ζωγραφίζοντας, διαβάζοντας, και λέγοντας τα εξωφρενικά μας αστεία».
Το ιδανικό θα ήταν γενικώς η απρόσκοπτη ενασχόληση με τη λογοτεχνία, καθώς η βασανιστική καταπόνηση με πάσης φύσεως βδελυρούς περισπασμούς, αλλά και «εκπορνεύσεις της πέννας», καθιστά την προσπάθεια του συγγραφέα άγονη. Στον αγώνα του βιοπορισμού, η ενασχόληση ενός λογοτέχνη με τη δημοσιογραφία μπορεί να φαίνεται πλησιέστερη στη λογοτεχνία, ωστόσο αντενδείκνυται ρητά, γιατί η δημοσιογραφία παραπλανά και αποπροσανατολίζει, βαυκαλίζοντας τον λογοτέχνη «με τις δάφνες που (αυτός) δρέπει ως δημοσιογράφος», απομακρυνόμενος εν τέλει από το ζητούμενο, τη λογοτεχνική γραφή.
Η τελευταία αξιώνει, επομένως, αληθινή αφοσίωση και επίμοχθη εργασία. Ο Καχτίτσηςαποστρέφεται γενικώς τις ευκολίες, γι' αυτό και απεχθάνεται τόσο τις «μανιέρες» όσο και τον εύκολο, επί της ουσίας, «ανεξέλεγκτο παραλογισμό», (και όχι τον «υγιή, εδώ κι' εκεί»). Επιπλέον, το λογοτεχνικό κείμενο δεν πρέπει να είναι περιγραφικό, αλλά «να έχει ξερά τα γεγονότα», χωρίς εκείνο τον στείρο εντυπωσιασμό που λειτουργεί τελικώς εις βάρος της ποιότητας. Και το προφανές στηλιτεύεται από το συγγραφέα, καθώς ο ίδιος προκρίνει τουςυπαινιγμούς, τους «κρυψώνες» που βρίσκονται στα κείμενα.6 Στην πραγματικότητα, το ιδανικότερο ύφος είναι το «μη ύφος», τόσο διακριτικό «που είναι σα μυστικός ψίθυρος στ' αυτί του αναγνώστη», «επιφανειακά παραμελημένο και αφελές», δυνατό, παρόλα αυτά, να συνυπάρχει με την «εκρηκτικότητα». Για τη διακριτικότητα της γραφής ο Καχτίτσης έχει κι αλλού διατυπώσει παρόμοιες απόψεις, υποστηρίζοντας ότι ο καλός συγγραφέας πρέπει να μένει αφανής.7 Γνώμονας στις υφολογικές επιλογές του συγγραφέα πρέπει να είναι και οπροφορικός λόγος. Από την άλλη, όμως, πλευρά δεν μπορεί να αγνοείται ο αστείρευτος και αξιοποιήσιμος πλούτος της ελληνικής γλώσσας. Συμβαίνει συχνά, μάλιστα, η εκταφή σπάνιων λέξεων από το παλίμψηστο της ελληνικής γλώσσας να οδηγεί στην ανάσυρση «φρικαλέων», δηλαδή συγκλονιστικών, λέξεων.
Παθιασμένος φιλαναγνώστης, ο Καχτίτσης σχεδόν δεν διαχωρίζει τη γραφή από την ανάγνωση. Εξάλλου, υποστηρίζει αλλού πως τα «λυσσώδη διαβάσματα» (πρωτίστως των κλασικών) τού παρέχουν «πολύτιμη τροφή» για τη δική του λογοτεχνική παραγωγή, λειτουργούν, όμως, και αντίστροφα, καθώς οι όποιες συγκρίσεις τού προκαλούν αισθήματα μειονεξίας, τον κάνουν να αισθάνεται «κατωτερικός».8 Γι' αυτό έχει ανάγκη από τα ενθαρρυντικά λόγια των ανθρώπων που εκτιμά, όπως είναι και ο Παυλόπουλος, καθώς έτσι μπορεί να πειστεί «ότι δεν ματαιοπονεί». Εξάλλου, ο συγγραφέας γράφει πάντα έχοντας κατά νου έναν δυνητικό αναγνώστη, που, στην περίπτωση του Καχτίτση, είναι και πάλι ο Παυλόπουλος.
Οι συγγραφικές εμψυχώσεις είναι απαραίτητες. Και μόνη η δημοσίευση ενός κειμένου είναι διεγερτική για κάθε συγγραφέα. Ο Καχτίτσης τολμά, επιπλέον, να παραδεχθεί ότι ενθουσιάζεται με κάθε επαινετική κριτική για το έργο του, γράφοντας χαρακτηριστικά: «δεν παραλείπω να πω ότι γλείφομαι για την τελευταία κολακεία κριτικού της τελευταίας δεκάρας!». Στην πραγματικότητα, όμως, μόνον η «ευσυνείδητη» κριτική μπορεί να βοηθήσει το λογοτέχνη, όταν σ' αυτήν ισχύουν κάποιες προϋποθέσεις: μακροθυμία και αποστασιοποίηση του κριτικού από κάθε είδους μικρότητες και εμπάθειες, δύναμη ανάσυρσης του ανώνυμου ποιοτικού έργου από τα προβεβλημένα έργα των επίσης προβεβλημένων λογοτεχνικών υπογραφών, απόσταση από τη μικρόνοια, το διασυρμό και την αδικία. Ευθέως ανάλογη της χαράς που προκαλεί στο συγγραφέα κάθε θετική κριτική για το έργο του είναι η ικανοποίηση και η επιβεβαίωση που προσφέρουν οι υψηλές πωλήσεις των βιβλίων του. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως ο συγγραφέας μπορεί να προσδοκά την κάλυψη των βιοποριστικών του αναγκών από τις πωλήσεις των βιβλίων του, αφού «απ'το συγγραφιλίκι δε βγαίνει ψωμί». Αν, ωστόσο, θέλει κανείς να ζήσει από τη λογοτεχνία, θα πρέπει να καλλιεργήσει τις δημόσιες σχέσεις του, να αξιοποιήσει τις γνωριμίες του, ώστε να διευρύνει τον κύκλο των συνδρομητών στα έντυπα που ενδεχομένως εκδίδει (βλ. για παράδειγμα το Παλίμψηστον του Καχτίτση) και να αποκτήσει έτσι κάποιο σταθερό εισόδημα· «μόνο με αποφασιστικά βήματα μπορεί κανείς να κάνει προκοπή». Από την άλλη, για να έχει αποδοχή το έργο του, «ο συγγραφέας δεν πρέπει να χάνει επαφή με τους αναγνώστες του για μεγάλα χρονικά διαστήματα».9 Για να συμβεί αυτό, απαιτείται αδιάλειπτη λογοτεχνική παραγωγή. «Η ξενητειά και το ταξίδι», παρά το βαρύ τους τίμημα, κινητοποιούν τη δημιουργικότητα του λογοτέχνη, φέρνουν το «ανακάτωμα εκείνο που χρειάζεται» ο κάθε συγγραφέας για να γράψει.

Ασκήσεις επί χάρτου

Ο Καχτίτσης των επιστολών μεταφέρει, επιπλέον, στον αλληλογράφο του εξονυχιστικές λεπτομέρειες της καθημερινότητας, μεταξύ παραληρηματικού εσωτερικού μονολόγου και επίμονης εξαίτησης προσοχής· γράφει ως επί το πλείστον με μια γραφή συχνά πυρετώδη, που προδίδει έναν ψυχισμό διαρκώς κυμαινόμενο και στις τελευταίες επιστολές οριστικά εξουθενωμένο. Μεταμορφώνεται συχνά σε πρωταγωνιστικό ήρωα επεισοδίων, τα οποία διεκδικούν ειρωνικά την αξίωση της φιλαλήθειας, απολαμβάνοντας, στην πραγματικότητα, στην αφηγηματική τους πραγμάτωση, τα προνόμια της μυθοπλαστικής ελευθερίας· γι' αυτό με τις άφθονες πληροφορίες για την εξωκειμενική πραγματικότητα (κυρίως πληροφορίες για την καθημερινότητα και τις δυσκολίες της) συνυπάρχει η ενδοκειμενική και εσωτερική πραγματικότητα, «η υπονόμευση του πραγματικού, η γραφή».10 Επεισόδια ζωής, ονειροφαντασίες, ενύπνια, συνομιλίες, απρόσμενες συναντήσεις και ασυνήθιστες συμπτώσεις συμπαρασύρουν τον αναγνώστη σε μια αιώρηση μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, μια ειρωνική συνδήλωση που μεταμφιέζει την αλήθεια ή που απλώς δεν διεκδικεί αξιώσεις αλήθειας, σε μια ζωή που είναι «αλυσίδα από φαντασιώσεις» και σε ένα παρελθόν του οποίου οι αναμνήσεις είναι περισσότερο «φαν-αναμνήσεις», δηλαδή «φανταστικές αναμνήσεις» και μάλιστα τόσο ζωντανές, ώστε να καταλήγουν «κανονικές αναμνήσεις».11 Έτσι, οι επιστολιμαίες ιστορίες του Καχτίτση φαίνονται αποκυήματα μιας επινοητικής φαντασίας και μιας δημιουργικής γραφής: για παράδειγμα, οι ευφάνταστες επιστολές από το Λονδίνο του 1956 είναι στην πραγματικότητα σελίδες καθαρής λογοτεχνίας, τόσο που ο Παυλόπουλος ζήτησε από τον Καχτίτση την άδειά του να συρράψει τις λονδρέζικες επιστολές και να τις δημοσιεύσει «ως αυτοτελές πεζογράφημα».
Αν θέλει, λοιπόν, κανείς να διατυπώσει πληρέστερα την επιστολική λογοτεχνική θεωρία του Καχτίτση, θα πρέπει να συνεξετάσει και εκείνο το μέρος της θεωρίας που παρουσιάζεται έργω, μέσω των λογοτεχνικών ασκήσεων επί χάρτου που επιχειρούνται σε πολλές από τις παραπάνω επιστολές. Σε αυτές ο αναγνώστης έχει τη δυνατότητα να εκτιμήσει τη ροπή του συγγραφέαπρος το φανταστικό, το μυστηριώδες, το φασματικό, είτε πρόκειται για την ομιχλώδη ατμόσφαιρα ονείρου που δημιουργεί πολύ συχνά, όταν βρίσκονται «όλα κάτω από ένα αμυδρό φως, και ορώμενα πλαγίως κάπως, και όχι κατευθείαν», είτε για τα αινιγματικά πρόσωπα που περνούν σχεδόν αθέατα μπροστά από τα μάτια του αναγνώστη είτε για την εκκρεμότητα που μεταφράζεται σε αδυναμία του τελευταίου να αποκρυπτογραφήσει τις λεπτομέρειες των διαμειβομένων και να διακρίνει την αλήθεια από την απομίμησή της. Ταυτοχρόνως ή και συνακολούθως, ο αφηγητής και ήρωας βασανίζεται στην εξπρεσιονιστική δυστοπία των εμφανώς επινοημένων και, κατά κανόνα, ημιτελών επιστολικών του ιστοριών, οι οποίες βαρύνονται από γριφώδεις λεπτομέρειες και αινιγματικές υπεκφυγές, πολιορκούμενος από τα φαντάσματα που δημιούργησε ο ίδιος. Με όλα αυτά αποδεικνύεται και εμπράκτως ο οριακός χαρακτήρας μιας «συνορόπληκτης» γραφής, μιας γραφής των ορίων, ευθέως ανάλογης μιας ζωής που βιώνεται ως μυθιστόρημα ή ενός μυθιστορήματος που εκλαμβάνεται ως αληθινή ζωή.

Αξιόπιστες εξομολογήσεις;

Διαπιστώνεται πως η λογοτεχνική θεωρία που ο συγγραφέας συνθέτει από επιστολή σε επιστολή βρίσκει εν πολλοίς τις εφαρμογές της στις επιστολικές του ιστορίες. Έτσι, οι αφηγήσεις των επιστολών εμμένουν πεισματικά στο ίδιο θέμα της ασφυκτικής πολιορκίας και της εύθραυστης ισορροπίας μεταξύ της αλήθειας και του φάσματός της· οι υπαινιγμοί και οι «κρυψώνες» των κειμένων πιστοποιούν την απέχθεια του συγγραφέα για τις ευκολίες· επιπλέον, δικαιολογούν την αργή κυοφορία των έργων όπου η τελειομανία του συντάκτη τους διατρέχει κάθε λέξη και οδηγεί σε τέτοια επεξεργασία του ύφους, ώστε το τελευταίο να φτάνει στο ιδανικό του Καχτίτση, στο «μη ύφος» που ο ίδιος θαύμαζε σε πολλά από τα «λυσσώδη διαβάσματά» του· βοηθούσης της προφορικότητας που χαρακτηρίζει εν γένει τον επιστολικό λόγο, η γραφή του Καχτίτση καταλήγει συχνά στο στυλιστικό του ιδανικό, στο «επιφανειακά παραμελημένο και αφελές» ύφος που θα χαρακτηρίσει και τα καθαρά λογοτεχνικά του έργα. Τέλος, «η ξενητειά και το ταξίδι» δείχνουν να του προσφέρουν τα απαραίτητα εκείνα «ανακατώματα» που απαιτούνται για τη λογοτεχνική δημιουργία, η οποία χρειάζεται, ωστόσο, την εμψύχωση που θα προσφέρουν τα ενθαρρυντικά λόγια κάθε αξιόπιστης κριτικής πηγής, όπως είναι εν προκειμένω ο Γιώργης Παυλόπουλος.
Έτσι, ο επιστολογράφος Καχτίτσης δε φαίνεται να είναι ο φερόμενος ως «αναξιόπιστος εξομολογούμενος»,12 εφόσον εφαρμόζει στο μεγαλύτερο μέρος της τη λογοτεχνική του θεωρία που διατυπώνεται στις επιστολές του. Είναι αξιόπιστος στις εξομολογήσεις του προς τον φίλο Παυλόπουλο, ακριβώς γιατί η αιώρηση μεταξύ της αλήθειας και των ειδώλων της που αποτυπώνεται στο επιστολικό χαρτί είναι η πιο αυθεντική πλευρά του Καχτίτση ανθρώπου και συγγραφέα. Αυτό, λοιπόν, που μπορεί να εκλαμβάνεται ως αναξιοπιστία του λόγου του είναι τελικώς η πιο αξιόπιστη απόδειξη της ειλικρινούς του «συνοροπληξίας», της μοναχικής του αυτοεξορίας στο μεταίχμιο μεταξύ της αλήθειας και της επινόησής της, δηλαδή στο ίδιο οριακό σημείο όπου τοποθετείται και ο λόγος των επιστολών προς τον Γιώργη Παυλόπουλο. Μέσω της εμμονικής του αφοσίωσης στη γραφή, ο Καχτίτσης προσπαθεί εναγωνίως να λύσει τον πολιορκητικό κλοιό του κόσμου, γνωρίζοντας οπωσδήποτε το αδύνατο ενός τέτοιου εγχειρήματος. Γι' αυτό και το ατελέσφορο της γραφής είναι ίσως το κομβικό σημείο όλης της λογοτεχνικής θεωρίας και πράξης του συγγραφέα.
*Η Κατερίνα Δ. Σχοινά είναι διδάκτωρ Φιλολογίας

1. Αυτοχαρακτηρισμός του Καχτίτση (Νίκος Καχτίτσης, «Τρία γράμματα στον Ε. Χ. Γονατά», πρόλογος, επιμέλεια Χρ. Αστερίου, Ν. Εστία, τχ. 1755, σ. 541).
2. Δ.Ν. Μαρωνίτης, «Επαρχιακές επιλογές: οι άλλοι δρόμοι» στο Πίσω μπρος, στιγμή, Αθήνα 1986, σ. 256.
3. Ν. Καχτίτσης, Η περιπέτεια ενός βιβλίου, στιγμή, Αθήνα 1985, σ. 22.
4. Οι λέξεις και φράσεις εντός εισαγωγικών προέρχονται από το επιστολικό σώμα των 135 επιστολών στο Τα γράμματα του Νίκου Καχτίτση στον Γιώργη Παυλόπουλο (1952-1967), επιμ. Αυγή-Άννα Μάγγελ, Σοκόλης, Αθήνα 2001. Για τη γραφή ως φάρμακον στον Καχτίτση, βλ. το κείμενο της Σοφίας Βούλγαρη «Ο ναυαγός και η σανίδα» (the booksjournal, τχ. 24, σ. 72-75).
5. Ν. Καχτίτσης, Η περιπέτεια ενός βιβλίου, ό.π., σ. 30.
6. Αυτά υποστηρίζει ο Καχτίτσης σε επιστολή του της 9/7/69 προς τον Γ. Δανιήλ (Ο λεπιδοπτερολόγος της αγωνίας Νίκος Καχτίτσης, Νεφέλη, Αθήνα 1981, σ. 134).
7. Η περιπέτεια ενός βιβλίου, ό.π., σ. 89.
8. Αυτό το σύμπλεγμα προκύπτει ειδικά από τη σύγκρισή του με τους κλασικούς (Η περιπέτεια ενός βιβλίου, ό.π., σ. 23).
9. Η περιπέτεια ενός βιβλίου, ό.π., σ. 23.
10. Π. Μουλλάς, «Από το 'Ημερολόγιο της αυτοβιογραφίας'», Εντευκτήριο, αφιέρωμα στον αυτοβιογραφικό λόγο, τχ. 28-29, Φθινόπωρο-Χειμώνας 1994, σ. 96.
11. Ο Νίκος Καχτίτσης ομολογεί σε επιστολή του προς τον Νάνο Βαλαωρίτη ότι διαμορφώνει και τέτοιου είδους φανταστικές αναμνήσεις («Γράμμα στον Νάνο Βαλαωρίτη», 7/10/69, περ. η λέξη, τχ. 50, Δεκέμβρης '85, σ. 984)
12. Βλ. τον τίτλο «Ο αναξιόπιστος εξομολογούμενος» που δίνει ο Γιάννης Δημητρακάκης στο θαυμάσιο κείμενο που κοσμεί το επίμετρο της τελευταίας έκδοσης του Εξώστη (Κίχλη, Αθήνα 2012, σ.143).

Νίκος Καχτίτσης: Το ανθρώπινα ανοίκειο στον "Εξώστη"

ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΗΡΑ*

Ο Εξώστης, αυτό το πολυειδές, όπως θα το χαρακτήριζα, αφήγημα του Νίκου Καχτίτση, πολυειδές με την έννοια του υβριδικού και πολύτροπου της μυθοπλασίας του, η οποία σύμφωνα με τα δικά του λόγια δεν είναι μυθιστορηματική, αρχίζει με μία από τις κοινότοπες συμβάσεις. Ο ανώνυμος εκδότης στο προοίμιό του μας ειδοποιεί ότι το αρχικό χειρόγραφο του βιβλίου το βρήκε τυχαία στα υπόγεια ενός βιβλιοπωλείου και το έσωσε, εκεί που θα το πετούσαν με άλλα άχρηστα χαρτιά. Λέει επί λέξει: «τις σελίδες που ακολουθούν τις βρήκα, νοτισμένες από μια τροπική μούχλα,[...] στο υπόγειο ενός βιβλιοπωλείου, όπου δούλευα κάποτε ως ταξινομητής». Κι έτσι δεν προεικονίζει απλώς την ιστορία που θα ακολουθήσει και που πράγματι στο μεγαλύτερο μέρος της εκτυλίσσεται στους τροπικούς. Ταυτίζεται απολύτως με αυτήν, γίνεται ένα βλέμμα πρωθύστερό της, υποτίθεται εξωκειμενικό αλλά στην ουσία ενδοκειμενικό, αφού με όσα αναφέρει μας επιβάλλει ως αντικειμενική την πλασματική αλήθεια: ότι πρόκειται για ιστορία γραμμένη σε χώρα των τροπικών. Αλλιώς, πώς ένας εκδότης, υποτίθεται άλλου τόπου και χρόνου, δέχεται την πληροφορία που του δίνει ο άγνωστος συγγραφέας του χειρογράφου, ότι τα αλλοιωμένα χαρτιά έχουν αυτή την προέλευση; Όπως συμβαίνει σε όλα τα πεζά του Καχτίτση, οι ρόλοι που έχει μοιράσει στα κύρια πρόσωπά του - παραλλαγές το ένα του άλλου- είναι υπονομευμένοι εξαρχής. Ο Εξώστης (1964), ένα αφηγηματικό δίπτυχο με τον Ήρωα της Γάνδης (1967), με κοινό πυρήνα την πόλη της Γάνδης, μας προσφέρει κάμποσες ευκαιρίες να διαπιστώσουμε πόσο ο συγγραφέας του εκ προθέσεως μπερδεύει τα πρόσωπα και τους ρόλους τους, σε σημείο που να τα αφήνει να μεταπηδούν το ένα στη θέση του άλλου. Παρ' ότι με αυτή την καταστασιακή, ψυχική τους ρευστότητα, που αντλεί στοιχεία από την ταυτότητα του συγγραφέα, κινδυνεύουν διαρκώς να χάσουν την αυτονομία της κειμενικής τους αυτάρκειας. Μας οδηγούν έτσι στην υπόθεση ότι όχι μόνο αποτελούν μάσκες του ίδιου του συγγραφέα (αυτό λίγο ως πολύ είναι μια κοινοτοπία), αλλά και με το να είναι ομότροπα και ομόφρονα στον τρόπο σκέψης και τις συμπεριφορές τους, γίνονται εκδοχές τού ενός και μόνο συνεχώς αυτοαναλυόμενου χαρακτήρα που μετοικεί με υδραργυρική ευκολία από ιστορία σε ιστορία.
Στον Εξώστη κεντρικό πρόσωπο (το μόνο που τείνει προς την ολοκλήρωση, χωρίς να φτάνει ποτέ σ' αυτήν) είναι ο Σ.Π., ο Στοππάκιους Παπένγκους, γνώριμη νευρωσική μορφή και σε άλλα πεζά του Καχτίτση. Είναι μια αφήγηση αλληλένδετων αλλά όχι σε παράταξη συνειρμικών επεισοδίων, που αναπτύσσονται ακατάστατα, ως δομές κρίσιμων ψυχικών καταστάσεων, χωρίς να δεσμεύονται με τη πειθαρχημένη ροή του «τώρα-τότε» ή με χρονικές συμβατικές δεσμεύσεις αρχής, μέσης και τέλους κλπ. Η κίνηση εντός χώρου στα επεισόδια αυτά είναι μηδαμινή, οι άλλες μορφές εκτός του Π. μοιάζουν καμωμένες βιαστικά, ενώ η αεικίνητη ροή της φαντασίας και των αναμνήσεων του αφηγητή και πρωταγωνιστή γεμίζει κάθε κενό της πιεστικής βραδύτητας η οποία επικρατεί στο περιβάλλον. Μιας βραδύτητας που ευνοεί ως δομική αντίστιξη τη μεγάλη κινητικότητα του εσωτερικού, ψυχικού χρόνου. Από εκεί και η τάση παλαιότερα να εντάσσουμε το βιβλίο στη χορεία των αφηγήσεων του εσωτερικού μονολόγου, καθώς η γραφή του μοιάζει πολύ με τη συνειρμική γραφή του ομολογημένου από τον ίδιο τον Καχτίτση δασκάλου του, Ν. Γ. Πεντζίκη, λ.χ. στα πεζά Ίωνας Νεόπουλος (1958) και Βοροφρύνη (1959). Όπως η περσόνα του Πεντζίκη, έτσι και αυτή του Σ.Π. αλωνίζει πέρα δώθε, σε όλα τα χρονολογημένα και αχρονολόγητα σημεία τής έως τώρα επινοημένης ζωής του. Σύμφωνα με τον «παρόντα» χρόνο του χειρογράφου, ζει σε μια αποικία αφρικανική, γιατί όχι στο Καμερούν, που ο Καχτίτσης το γνώριζε, έχοντας ζήσει για μια διετία στη Ντουάλα, στέλνοντας από εκεί σειρά ανταποκρίσεών του στην Ελευθερία, ίσως με παρέμβαση κάποιου από τους συνεργάτες της εφημερίδας (Ρένο Αποστολίδη, Ι. Μ. Παναγιωτόπουλο ή Πέτρο Χάρη), αν και την εκεί ζωή του, στην τροπική Ντουάλα, την περιέγραφε με τα χειρότερα λόγια σε επιστολές προς φίλους του.
Σύμφωνα με τον «παρελθόντα» χρόνο, άλλοτε, στη διάρκεια του πρώτου Παγκόσμιου πόλεμου, ο Π. ζούσε εύπορος και ευυπόληπτος στη βελγική Γάνδη, αρχαιοπώλης και ιδιοκτήτης ξενοδοχείων. Αλλά με τη λήξη του πολέμου αποφασίζει να το σκάσει, χρηματίζοντας τους πάντες, φοβούμενος τη δίωξη και σύλληψή του, κυρίως όμως καταδιωκόμενος από ενοχές και τύψεις για παραβατικές στον πόλεμο πράξεις του (συνεργάτης των γερμανικών αρχών κατοχής), πράξεις που κόστισαν το θάνατο σε πολλούς, κι ανάμεσά τους σε μια φτωχή κοπέλα, με την οποία φαίνεται πως είχε μια ακαθόριστη ερωτική σχέση.
Ο Π. μετανιωμένος, όχι τόσο για το θάνατό της όσο για το ρόλο του σ' αυτόν, τη θυμάται μ' ένα απόμακρο συναίσθημα ευγενικής θλίψης. Ανακαλεί τη μορφή της χωρίς εκείνη την οδύνη από την απώλεια της αισθησιακής νεανικής έξαρσης. Κατά τα λοιπά, όλα κυλούν σκεπασμένα από μια σταχτιά ατμόσφαιρα πένθους: η φευγαλέα διαδρομή του ως τα παράλια της βελγικής Βόρειας Θάλασσας, οι εικόνες των γκρεμισμένων από τους κανονιοβολισμούς σπιτιών, η ομίχλη που εν τέλει συναντιέται με τη διαβρωτική υγρασία της ερμητικά κλειστής αφρικανικής έπαυλής του, κάτω από τον καυτό ήλιο, στη ζέστη των τροπικών. Όσο προχωρεί η μνημονική αναδρομή στη ζωή του, απώτερη και τωρινή, αυτά που ανασύρει μαζεύονται σε ένα μη-τόπο, σ' ένα πεδίοα-τοπικού ονείρου που συχνά γίνεται εφιάλτης: παραισθητικές εμμονές, ιδεοπληξίες, φαντασιώσεις, τερατογενέσεις, απιθανότητες. Σκηνοθετημένα σ' ένα αφηγηματικό σύμπαν αμφίσημο, όπου συμφύρονται στοιχεία «εποχής» με τα οποία είχε πάθος ο Καχτίτσης (κυρίες με σκιάδια, μεγάλα καπέλα, γάντια και μακριές εσθήτες, ιππήλατες άμαξες), και στοιχεία σκοτεινών ιστοριών τρόμου, όπως της παραίσθησης που αρχίζει να τον καταδιώκει μια μέρα, ενώ κάθεται στον εξώστη του ξενοδοχείου Atlantic, ότι κάτι αόρατο για το ανθρώπινο μάτι επιβουλεύεται την ύπαρξή του! Ή, ακόμα, η σχεδόν τσιρκολάνικη περιγραφή μιας δήθεν θανάσιμης πάλης με ζώα της ζούγκλας, την οποία αναλαμβάνει ένας απόστρατος στρατιωτικός, με συνεχείς ανατροπές, αυτοδιακωμωδήσεις, ψέμματα-αλήθειες, μια πλάγια περιγραφή που κάνει διάτρητο τον ενδιάθετο λόγο του Π., αφού τον υπονομεύει εκ των έσω. Και τέλος την περιγραφή του αρωματοπωλείου της κυρίας Γκερέν (ή Guerlain;) που είναι γεμάτο με βάζα, αλλόκοτα φυτά, φιάλες και φιαλίδια, χτισμένο στην καρδιά ενός δάσους από αρτόδεντρα, όπου ο Π. πηγαίνει με την Ευδώρα, την κόρη του συνταγματάρχη. Και αυτά, όπως είπαμε, αφηγημένα με μια γλώσσα υποβλητική, ασταθή, αναλυτική έως φλυαρίας, με ενσωματωμένες ιδιωματικές λέξεις και εκφράσεις από τον τόπο καταγωγής του συγγραφέα, την Αμαλιάδα και γενικότερα την Ηλεία, όπως έχει παρατηρήσει ο Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος. Με συγκολλήσεις εκτενών παρενθετικών προτάσεων, με παρεκβάσεις που χαλαρώνουν την αγρύπνια της λογικής και επιτείνουν την αίσθηση της ρευστότητας που έχει το όνειρο και το όραμα:
Πολλές φορές τη νύχτα, όπως παραληρώ ξαπλωμένος στο κρεβάτι, αισθάνομαι μέσα στο σκοτάδι την κορυφή της κωνικής κουνουπιέρας μου να με καλεί, σα να πρόκειται να πετάξει αυτό που είναι μέσα μου, και να μείνει το σώμα μου αδειανό στο στρώμα.
Η επιλογή (ή η αδυναμία) του Καχτίτση να μη φτιάξει αυτόνομα πρόσωπα στα πεζά του, δημιουργώντας αντιθέτως σκιώδεις χαρακτήρες με διογκωμένες στο έπακρο τις ψυχικές τους καταστάσεις, συγκοινωνεί άμεσα με τον τρόπο που συνθέτει τις ιστορίες του. Ενίοτε, οι μυθοπλασίες που δημιουργεί μοιάζουν βιαστικά στημένες, είναι ευάλωτες αν τις δούμε ως αποτυπώσεις κάποιου αφηγηματικού του προγραμματισμού. Με τα χάσματα και τα ασύνδετα που έχουν θα ήταν δυνατό να μας απογοητεύσουν. Κι όμως, συμβαίνει το αντίθετο! Ο «ερασιτεχνισμός» τους, η «παιδική» παραμυθητική τους ματιά μάς θέλγουν. Όπως άλλωστε συμβαίνει και στη λογοτεχνία του φανταστικού ή της «γοτθικής» παράδοσης, ο Καχτίτσης περνάει από τον κατ' επίφαση ρεαλισμό στο όνειρο και στη φαντασίωση, με το αλλόκοτο και το δυνάμει λογικό να εισδύουν το ένα στο άλλο, συνυφασμένα. Το χάρισμα όμως που κυρίως τον διακρίνει και που επιτείνεται πολύ περισσότερο με την ιδιότυπη, μοναδική γλώσσα του, είναι ο από την αρχή έως το τέλος αινιγματικός χαρακτήρας των παλαιϊκών του ιστοριών, το ότι ιδρύουν το ανοίκειο παντού και το λατρεύουν με μυστικιστική αθωότητα. Όχι το εύκολο ανθρωπολογικό και ηθικό ζητούμενο της αγωνίας, του άγχους, του κοινωνικού αδιεξόδου, που δέχονται πολλοί κριτικοί ως ερμηνεία της παραδοξότητας των πεζών του. Αν εξαιρέσουμε τα πεζά του Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία αμφιβάλλω πολύ αν γνώριζε ο Καχτίτσης, αυτά του Γιάννη Σκαρίμπα και του Ε. Χ. Γονατά, τα στοιχεία που αναφέραμε ήδη υπάρχουν και σε άλλους της ελληνικής πεζογραφίας του 20ού αιώνα, στον Δημοσθένη Βουτυρά, στον Κώστα Χατζηαργύρη, στον Τριαντάφυλλο Πίττα, στον Πέτρο Αμπατζόγλου. Αλλά το «παραξένισμα» που αισθάνεται ο σύγχρονος αναγνώστης με αυτά δεν είναι της ίδιας έντασης με εκείνο που του προκαλεί ο Καχτίτσης. Φτάνουμε στο σημείο να αφηνόμαστε στο αναμφισβήτητο χάρισμα της δαιμονικής ποιητικής του έμπνευσης, χωρίς να μας νοιάζουν τα λάθη και οι ανακρίβειες μέσα στον αμφίσημο κόσμο του, λάθη και ανακρίβειες που ενδεχομένως να ήταν καταδικαστικές σε έναν άλλο πεζογράφο. Ή, διαφορετικά, το αληθοφανές χάνει εδώ τη θεμελιώδη σημασία που έχει, ακόμα και σε εμβληματικά μυθιστορήματα της πρώτης εποχής του μοντερνισμού, όπως της Βιρτζίνια Γουλφ, του Μαρσέλ Προυστ ή του Τζέημς Τζόϋς.
Παρ' ότι, όπως έλεγε ο Ε. Χ. Γονατάς, μεμφόμενος σ' αυτό τον Καχτίτση, η πλασματική αλήθειά του συχνά δεν καλύπτει και τις ανακολουθίες που εμφανίζονται μέσα της, ο κόσμος του Εξώστηέχει αυτή τη χαρακτηριστική εξωτική ανοικειότητα, που θέλγει και μας κάνει συνάμα να νιώθουμε απέναντί της αφύλακτοι˙ ως κόσμος μάς είναι ξένος, όπως και στον Π. Ο Καχτίτσης γράφει για να εξορκίσει τους ενδόμυχους ή τους εμφανείς φόβους του, και, όπως θα δούμε λίγο πιο κάτω, ο βασικός κανόνας της αφηγηματικής του τέχνης δεν είναι άλλος από τη δημιουργία μιας απόστασης από τον άλλο πανικόβλητο εαυτό του. Δεν έχει τόσο σημασία εδώ η εμμονή μας στο πόσο ο κόσμος του Εξώστη ή του Ήρωα της Γάνδης είναι επινοημένος: ο συγγραφέας τους φτιάχνει μια αφήγηση για να κλείσει μέσα της το μαύρο που τον καταδιώκει, έχοντας κυριευθεί από το παιδικό δέος του μεσαιωνικού ανθρώπου. Ωστόσο, αν θέλουμε να απαντήσουμε οπωσδήποτε στο ερώτημα που συνήθως απασχολεί την κριτική, αν ο κόσμος του ήταν εξολοκλήρου επινοημένος ή εν μέρει, τα πράγματα δεν έχουν μια και μόνη εξήγηση. Η κυρίαρχη έως τώρα άποψη για τη σχέση φαντασίας και πραγματικότητας στον Καχτίτση κατέληγε και έδενε στο εξής πασίγνωστο για τους μελετητές απόσπασμα από άρθρο του διά βίου φίλου του, Γιώργη Παυλόπουλου, δημοσιευμένο στο αφιέρωμα της λέξης (Δεκ. 1985): «Το παιχνίδι λοιπόν είναι η Γάνδη, πόλη φανταστική, διηνεκώς πολιορκημένη, ουδεμίαν σχέση έχουσα με τη γνωστή ομώνυμη πόλη του Βελγίου, την οποία άλλωστε ο Καχτίτσης ουδέποτε θέλησε να επισκεφθεί». Άποψη που από ό,τι φαίνεται είναι σωστή μόνο στο δεύτερο σκέλος της, το ότι για τους δικούς του λόγους δεν «θέλησε να [την] επισκεφθεί», τουλάχιστον από όσα γνωρίζουμε.
Η απάντηση πάντως που μάς προσφέρει μια καινούργια προοπτική ήταν κάτω από τη μύτη μας και δεν τη βλέπαμε. Την είδε ο Φλαμανδός ελληνιστής Γκούνναρ ντε Μπόελ (de Boel) στο κριτικό του κείμενο «Η πόλη της Γάνδης ως φανταστικός τόπος του Ήρωα της Γάνδης του Καχτίτση», αποδεικνύοντας με τα απλούστερα των δεδομένων πως ο ισχυρισμός του Παυλόπουλου (και όχι μόνο) ότι η λογοτεχνική Γάνδη είναι απλώς ένα ομώνυμο σχήμα της πραγματικής, δεν είναι ακριβής. Παραπέμποντας στις τέσσερεις επιστολές που έστειλε ο Καχτίτσης το 1968 και 1969 στον Μιχάλη Βουδούρη, κάτοικο τότε της Γάνδης, δημοσιευμένες αργότερα από τον παραλήπτη τους στα Νέα Σύνορα του Δημήτρη Βαλασκαντζή (τχ. 63, 1977), μας καλεί να προσέξουμε τις εξής αποκαλυπτικές αναφορές: πρώτα, την πληροφορία ότι ο συγγραφέας είχε στείλει στο Πανεπιστήμιο της Γάνδης ένα αντίτυπο του Εξώστη, με την ακόλουθη αφιέρωση στα φλαμανδικά/ολλανδικά: «Κύριοι, όπως δείχνει ο τίτλος του βιβλίου, η ιστορία αυτή λαμβάνει χώρα στην πόλη σας. Σας αποστέλλω ένα αντίτυπο, με τους καλύτερους χαιρετισμούς μου. Μόντρεαλ, 11 Ιανουαρίου 1968. Νικόλας Καχτίτσης». Έπειτα, το σχόλιό του προς τον Βουδούρη πως είχε προβληματιστεί έντονα, καθώς η εντύπωση που είχε, γράφοντας το βιβλίο και χωρίς να γνωρίζει την πόλη, ότι το παράθυρο του γραφείου του πλασματικού πρωταγωνιστή, του Βανίλια, στον Ήρωα της Γάνδης, έβλεπε σ' ένα κανάλι, επιβεβαιώθηκε πλήρως αργότερα, όταν έπεσε στα χέρια του ένας παλιός τουριστικός οδηγός του Βελγίου! Με αφορμή μάλιστα αυτή την αλλόκοτη σύμπτωση, παρακάλεσε τον Βουδούρη να τον ενημερώσει αν υπήρχαν και άλλες ομοιότητες ανάμεσα στο βιβλίο και στην πραγματικότητα:
Θα με υποχρεώνατε πολύ, αν αφού διαβάσετε το βιβλίο, μού γράφατε κατά πόσον υπάρχει η παραμικρή συνέπεια μεταξύ των όσων γράφονται στο βιβλίο και της πραγματικότητας - στη μυστηριώδη αυτή πόλη, στην οποία, παρ' όλο που βρέθηκα επανειλημμένως κοντά της, δεν πήγα, για να μη φθαρεί η φανταστική εικόνα της, που με κατατρέχει από πολλά χρόνια.
Και τέλος, δύο ακόμα δεδομένα: αφ' ενός το αίτημα του Καχτίτση προς τον Μιχ. Βουδούρη, να πάει και να θάψει ένα αντίτυπο του βιβλίου στο πιο κοντινό κοιμητήριο της Γάνδης, αλλά και η πληροφορία (επινοημένη ή όχι) που του μετέφερε, ότι σύμφωνα με τα όσα του είπαν κάποιος παρισινός εκδότης πρόκειται να του ζητήσει την άδεια να δημοσιεύσει μια γαλλική μετάφραση του Ήρωα της Γάνδης, αλλά σε αυτή την περίπτωση ήθελε οπωσδήποτε να ξέρει τι κατά τη γνώμη του θα έλεγαν οι κάτοικοι της πόλης διαβάζοντάς το! Μια πράγματι αινιγματική έως και παράλογη απορία, που ίσως μας δείχνει ότι ο Καχτίτσης στην πραγματική του ζωή όσο και σ' εκείνη του δημιουργού ήταν απολύτως εξαρτημένος από ένα πλέγμα εικασιών, ερωτημάτων, υποθέσεων, το οποίο προεξέτεινε σε κάθε κατεύθυνση του επιστητού του, αναιρώντας όμως διαρκώς τις ως ελάχιστα πριν βεβαιότητές του, λόγω του ότι, όπως το alter ego του ο Π., έλεγε: «Θα παραθέσω όλες τις λεπτομέρειες, όχι για τίποτ' άλλο, παρά για να πείσω τον εαυτό μου γι' αυτά που έγραψα». Και όλη αυτή η αγωνιώδης αναζήτηση της πραγματολογικής βάσης γίνεται χωρίς να αναιρείται διόλου η αποδοχή από αυτόν ότι ο κόσμος του είναι μοιραία διασαλευμένος. Η δίψα για το πραγματολογικό, ο αγώνας να βρεθεί ένα πέρασμα ανάμεσα στην αλήθεια και στο ψέμα, δείχνουν παράλληλα πόσο τον απασχολούσε η γειτνίαση ή η ταύτιση της επινόησης με την εξ αντικειμένου αλήθεια. 
Σε σημείο που ένας συγγραφέας που η ζωή του κινήθηκε μέσα ή στα όρια της νευρωσικής διασάλευσης, να την γυρεύει ακόμα και μέσω της βασκανίας. Γιατί, τι άλλο σημαίνει ο εξορκισμός που προτείνει με το θαμμένο αντίτυπο του Ήρωα της Γάνδης; Φθάνω έτσι στο σημείο να υποθέσω ότι το ομόκεντρο όλων των ιστοριών του, αλλά και το ομότροπό τους, δεν μπορεί να μην είχαν βαθύτερη σχέση με μια ορισμένη αντίληψη για το νόημα της αφηγηματικής του τέχνης: ότι οι επάλληλες ιστορίες του έπαιζαν το ρόλο των πεδίων μεταφοράς και μεταμόρφωσης των δικών του ψυχικών φορτίων.
*Ο Αλέξης Ζήρας είναι κριτικός λογοτεχνίας