....................Στην Πάτρα, ένα μικρό στενάκι-αδιέξοδο, κοντά στην οδό Πανεπιστημίου στο ύψος των Συχαινών έχει ονομαστεί οδός "Νίκου Καχτίτση"

____________________________________________________________________________________________________________________________

Ο Νίκος Καχτίτσης γεννήθηκε στην Γαστούνη Ηλείας στις 26 Φεβρουαρίου 1926 και απεβίωσε στην Πάτρα στις 25 Μαΐου 1970, Έ λληνας πεζογράφος της μεταπολεμικής γενιάς, ο οποίος έζησε για μεγάλο διάστημα και δημιούργησε στο Μόντρεαλ του Καναδά.

____________________________________________________________________________________________________________________________________________

Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2014

Νίκος Καχτίτσης – Ο Εξώστης

        Ελληνική Λογοτεχνία        

Εδώ και κάποιες μέρες πήρα στα χέρια μου ένα βιβλίο άλλης εποχής, γραφής και αισθητικής, ένα βιβλίο περίτεχνης τυπογραφίας που σε κάθε του κεφάλαιο έχει και το ζωγραφικό του σχέδιο, με την ίδια εκείνη παλιά αίσθηση των βιβλίων που σε προσκαλούσαν μ’ όλους τους τρόπους στον κόσμο τους. Γνώριζα τον ιδιαίτατο συγγραφέα του και την λογοτεχνική σπάνιν του κειμένου, αλλά εισήλθα σαν σε πρώτη φορά στους δυο εφαπτόμενους κόσμους. Και βρέθηκα προσκεκλημένος σε δικά του τοπεία (με έψιλον γιώτα, όπως προτιμούσε να το γράφει) που ακόμα εξαντλούν τις σκέψεις μου, κι ας το διάβασα στην ασφαλή θάλπη της πολυθρόνας μου. Μήπως αντί για προσκεκλημένος θα έπρεπε να γράψω παγιδευμένος; Από τις πρώτες γραμμές σχεδόν οσφράνθηκα την μυρωδιά της τροπικής μούχλας των νοτισμένων σελίδων που βρήκε και μας παρέδωσε ο πρώην ταξινομητής υπογείων «εκδότης» και καθ’ όλη την διάρκεια της τραγικής εξομολόγησης του συγγραφέα τους, Σ.Π., παρέμεινα ακροατής των βασανιστικών του σκέψεων και αυτόπτης αναγνώστης των διαδοχικών του καταβαραθρώσεων.


Αυτός ο άνθρωπος βρέθηκε στην Αφρική αναζητώντας ένα καταφύγιο λήθης, μακριά από τις ανομολόγητες φρικτές του πράξεις σε μια πολιορκούμενη ευρωπαϊκή πόλη. Αλλοτινός αρχαιοπώλης, πούλησε το σύνολο της περιουσίας του και επεδίωξε να χαθεί στην μαύρη ήπειρο· η επιθυμία του όμως να διαφύγει από τις εφιαλτικές μνήμες παραμένει απραγματοποίητη.Θυμάμαι, προς μεγάλο μου αίσχος, που με κάνει τώρα που τα γράφω αυτά ν’ αναστενάζω από ανείπωτη απελπισία, με τι ικανοποίηση περπάτησα ο αναίσθητος για λίγο ακόμα πάνω στα σάπια φύλλα, που διατηρούσαν ακόμα το χρώμα της σκουριάς, και κατόπι αποσύρθηκε με διάθεση σιγουριάς στη βιβλιοθήκη μου, και, μπροστά στο παραθυράκι, με τα μάτια μου προς τα σκελετωμένα δέντρα, έλεγα από μέσα μου: «Γιατί εγώ δηλαδή είχα λάβει τα μέτρα μου; Ας φρόντιζαν κι οι άλλοι. Πόλεμοι έχουμε», χωρίς να εννοώ συγκεκριμένα το φίλο μου αυτόν – τόση ήταν η αναλγησία μου, για την οποία υποφέρω τώρα, και θα υποφέρω μέχρι που να πληρώσω για καλά…[σ. 64 - 65]

Σα να μην έφτανε η αιχμαλωσία των ενοχών, δυο ανεπιθύμητες παρουσίες επιτείνουν την ψυχορραγούσα του καθημερινότητα. Ο αλλοτινός φίλος του Συνταγματάρχης (που γνωρίζει το ύποπτο παρελθόν του και το χρησιμοποιεί για να τον αναστατώσει αλλά και να τον απειλήσει) και μια άλλη, αδιόρατη κι αποτρόπαιη παρουσία που τού προκαλεί τρομώδεις συναισθήσεις. Ο Σ.Π. κρατά ημερολόγιο και επαναφηγείται τα καθημερινά του βασανίσματα σε μια απελπισμένη προσπάθεια να τα μοιραστεί (με ποιον άραγε;) και να τα κατανοήσει. «Η πράξη της αφήγησης ως απόπειρα ανακοπής της πορείας προς ψυχική κατάρρευση», ψιθυρίζει κάποιος από τις πίσω σελίδες. Διαφυγή δεν υπάρχει ούτε στο ίδιο το δωμάτιο του ξενοδοχείου, όπου καταλύει τον τελευταίο καιρό.

Εκείνη τη στιγμή, όπως τα σκεφτόμουνα αυτά σε μια κατατονική κατάσταση βυθισμένος, με τα μάτια μου προς την κορυφή της κουνουπιέρας, σα να προσευχόμουνα, τράβηξε την προσοχή μου, πίσω από τη βελουδένια εκείνη κουρτίνα που έκρυβε το μπάνιο μου, ο γνωστός σε μένα θόρυβος από μια σταλαγματιά νερού, που άλλες στιγμές ήταν ικανός να μου φέρει την τρέλα. «Η στρόφιγγα, η στρόφιγγα», σκέφτηκα (ένα απαρχαιωμένο και επανειλημμένα επισκευασμένο χάλκινο εξάρτημα του μπάνιου), «άρχιζε να στάζει πάλι. Τι απαίσιοι είναι να μη φροντίζουν να τη φτιάσουν, και πληρώνω ένα σωρό χρήματα γι’ αυτό το καταραμένο δωμάτιο…Θα τους κάνω μήνυση…Δε θα ξαναμείνω άλλο εδώ…. [σ. 62 – 63]
Τι έχει συμβεί ακριβώς, ποιος θα μας το πει και πως; Ο αφηγητής στροβιλίζεται ανάμεσα σε διαρκείς «επανορθώσεις» (επιστροφές στα λεχθέντα προς ενίσχυση, αποδυνάμωση ή αναίρεση!) που μας παραπλανούν ως δήθεν προσπάθειες για επίτευξη της μέγιστης δυνατής ακρίβειας, της πλησιέστερης δυνατής προσέγγισης της αλήθειας αλλά τελικά σπέρνουν τη δυσπιστία και την αμφιβολία. Οι διηγήσεις του αλληλοαποκλείονται, κάθε αλήθεια διαψεύδεται, όλες οι εκδοχές εκδοχές αναιρούνται, γεγονότα αποσιωπούνται. Τι λαβύρινθος είναι αυτός;


Βλέπω ότι έχω να εξοφλήσω μερικούς λογαριασμούς ακόμα με τον εαυτό μου. Διάβασα στο μεταξύ όσα έγραψα για τον πρόσφατο τσακωμό μου με τον συνταγματάρχη (και πού δεν έχω κουβαλήσει το χειρόγραφο) και αναγνωρίζω, προς μεγάλη μου ντροπή, ότι πολλά από εκείνα που παρουσίασα για δικά του δεν ήταν παρά υποκρισίες δικές μου. Ακόμα και σ’ αυτό το χειρόγραφο, που το προορίζω να διαβαστεί μετά το θάνατό μου, φάνηκα υποκριτής. Μα πότε επιτέλους θα διορθωθώ; Φέρομαι σα να έχω δεκαετίες ολόκληρες μπροστά μου. [σ. 119]

Αδυνατώντας να ολοκληρώσει τις ιστορίες του, ο Σ.Π. πασχίζει να κουραστεί για να μπορέσει να τον πάρει ο ύπνος το βράδυ, να μην ακούει τους τριγμούς των επίπλων και την ατέλειωτη βροχή, τους θορύβους των πελατών του ξενοδοχείου και το σαράκι που τον κατατρώει εντός. Από πάνω του πνιγηρή κουνουπιέρα – καταφύγιο, έξω το σαπισμένο τοπίο και οι αλληλοκαταβροχθιζόμενοι οργανισμοί, κάποτε και κάτι δυστυχισμένοι μαύροι, μέσα στις πιρόγες, που παλεύουν με τα κύματα. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί τους λέω δυστυχισμένους, σα να είμαι ευτυχισμένος εγώ. [σ. 24]

«Απ’ αυτή τη στιγμή η φιλία μας ανήκει στο παρελθόν…» είπα πληγωμένος. Με τη φαντασία μου έτρεχα στο παρελθόν, αναζητώντας παρηγοριά σε παλαιές φιλίες που προ πολλού είχαν σβήσει. [σ. 95]. Στερημένος κι απ’ τον τελευταίο του φίλο, ο Σ.Π. αισθάνεται μόνος και πολιορκούμενος μέσα στην έρημο της ζούγκλας και στην απομόνωση του φυσικού τοπίου, πανικόβλητος ανάμεσα σε αγνώστους, άλλος μεταξύ αλλοφύλων, γεμάτος τύψεις για τα δικά του «αποτρόπαια ανομήματα» και φοβισμένος για την αποκάλυψή τους· ακόμα και τα γκαρσόνια αισθάνεται πως τον ελεεινολογούν και στοιχηματίζει ότι ξεκαρδίζονται στα γέλια όταν χαθεί από τα μάτια τους. Κι όχι μόνο αυτοί, αλλά ολόκληρος ο κόσμος: Το φως που έπεφτε από τον ουρανό έδινε σ’ όλα τα πράγματα ένα χρώμα εχθρικό· πώς να το πω – σα να έριχναν έναν προβολέα πάνω μου, και να με περιεργαζόταν, με υποψία, ολόκληρος ο κόσμος. [σ. 46] Έμμονος, διστακτικός και αναποφάσιστος, «υποχείριο της απληστίας του και του απαίσιου εγωισμού του», αντιλαμβάνεται ως μόνη του λύτρωση την παραίτηση και τον αυτοαφανισμό.


Ο συγγραφέας του συγγραφέα του χειρογράφου υπήρξε μια σπάνια λογοτεχνική περίπτωση. Στο κείμενό του μπορεί κανείς να αφουγκραστεί (όταν οι εντός του θόρυβοι σταματήσουν) πνοές ντοστογιεφσκικής απόγνωσης, καφκικών καθόδων και πεσσοαϊκής μοναξιάς, όπως και μονολόγους της θεσσαλονίκειας σχολής του Ν.Γ. Πεντζίκη (με τον οποίον αντάλλαξε 47 επιστολές), του Γ. Δέλιου (στον οποίον αφιέρωσε το βιβλίο), του κύκλου του Κοχλία (που εκτιμούσε και επισκέφθηκε), αλλά και την επίδραση φίλων και συνεργατών (Ε.Χ. Γονατάς, Τάκης Σινόπουλος, Γ. Παυλόπουλος). Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός πως με αρκετούς από τους προαναφερθέντες κρατούσε πολύχρονη και πολύγραπτη αλληλογραφία. Υπήρξε μανιώδης της εκλεκτής τυπογραφίας και της αισθητικής των τυπωμένων αναγνωσμάτων αλλά και δημιουργός αυτοσχέδιων και χειρόγραφων περιοδικών, όπως ήταν, μεταξύ άλλων, η Ουλή, Όργανο των απανταχού πολιορκημένων, εικονογραφημένο ιδιωτικό περιοδικό δια χειρός του ιδίου και του Γ. Παυλόπουλου αποκλειστικώς για τον Πεντζίκη, δήθεν εκδιδόμενο υπό λογοκρισία στην πολιορκημένη Γάνδη!


Σα να τον βλέπω στο Ναύπλιο (αναμνήσεις από τον αδειανό δρόμο τα παραθαλάσσιας χειμερινής πόλης, κυνηγώντας πεταμένες εφημερίδες που τις έσερνε ο άνεμος εδώ κι εκεί) και στην Πάτρα (…έχω γυρίσει και βαρεθεί όλες τις συνοικίες της, και τους δρόμους της […]. Η πόλη όμως τούτη με οδήγησε να γράψω το διήγημα «Τα δυο ηλιοτρόπια»)· να τριγυρνά αναζητώντας συγκινήσεις και να πανικοβάλλεται μέχρις οξύτατης ψυχικής κρίσης λόγω του ενδεχομένου αποστολής του στο Εκστρατευτικό Σώμα της Ελλάδας στην Κορέα· να αναχωρεί για την Ντουάλα του Γαλλικού Καμερούν όπου εργάζεται ως λογιστής (1953 – 1955)· να αποκαρδιώνεται από το κλίμα και τις συνθήκες· να φεύγει στην άλλη άκρη του κόσμου, το Μόντρεαλ (1956) όπου θα βιοπορίζεται με ποικίλες εργασίες, πασχίζοντας μάταια να «απελευθερωθεί» και να μπει στον αγγλόφωνο κόσμο και στην δημοσιογραφία· να απογοητεύεται, φανατικός αντιμονάρχης, από την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα και την στάση ορισμένων άλλοτε σεβαστών φίλων (π.χ. του Πεντζίκη). Κι όλα τούτα χάρη στο «Χρονολόγιο σε α΄ και γ΄ πρόσωπο» που συνέταξε ο Βίκτωρ Καμχής το οποίο μαζί με τα κείμενα του Γιάννη Δημητρακάκη («Ο αναξιόπιστος εξομολογούμενος. Αφήγηση και ύφος στον Εξώστη του Ν. Καχτίτση») και της Γιώτας Κριτσέλη (Ο εξώστης: Η περιπέτεια της έκδοσης) αποτελούν τα τρία μέρη ενός εκτενούς επίμετρου που μου δίνει τους απαραίτητους φανούς για να απολαύσω την θέα μέσα στον Εξώστη.

Το τελευταίο αυτό κείμενο της εκδότριας της Κίχλης μας παρουσιάζει το χρονικό της «εξαιρετικά ενδιαφέρουσας περιπέτειας» της παρούσας έκδοσης, που εκφράζει περισσότερο από κάθε άλλη φορά την τελική βούληση του συγγραφέα, καθώς αξιοποιεί το δακτυλόγραφο του συγγραφέα που βρέθηκε στο Αρχείο Ε.Χ. Γονατά. Το χειρόγραφο αντιπαραβάλλεται τόσο με την Α΄ έκδοση του Εξώστη το 1964 στην Πρώτη Ύλη των Ε.Χ. Γονατά και Δ.Π. Παπαδίτσα, τυπωμένη στη Θεσσαλονίκη υπό την επιστασία του Κ. Τσίζεκ (τα προβλήματα κατά την προετοιμασία της αποτέλεσαν και το αντικείμενο της Περιπέτειας ενός βιβλίου του Καχτίτση), όσο και με την Β΄ έκδοση (1985, Στιγμή, επιμ. Αιμίλιου Καλιακάτσου -Ε. Χ. Γονατά). Τα σχετικά αποσπάσματα από την αλληλογραφία Καχτίση – Γονατά αποτελούν από μόνα τους ένα ενδιαφέρον και απολαυστικό κείμενο: οι εκτεταμένες παρατηρήσεις του δεύτερου και οι αμφίθυμες αντιδράσεις του πρώτου μαζί με τις συνομιλίες τους για πλείστα θέματα οικονομίας, «αποτοξίνωσης» του κειμένου ή «εγχείρησης» των διαλόγων αποτελούν υποδείγματα προβληματισμών περί εκδοτικής επιμέλειας αλλά και αναδεικνύουν την περίπλοκη και σε ψυχολογικό επίπεδο σχέση του συγγραφέα με τον εκδότη – επιμελητή. Η συνδρομή του Γονατά, γράφει η Γ. Κριτσέλη, υπήρξε ευεργετική και για την γλωσσική μορφή του Εξώστη, καθώς ο ίδιος υπήρξε εραστής της ακριβολογίας και της γλωσσικής καλλιέπειας.

Και τώρα επιτρέψτε μου να σας αφήσω, για να επισκεφτώ για άλλη μια φορά την Καχτίτσεια Περσόνα του Στοππάκιου Παπένγκους στο σπίτι του μέσα στη ζούγκλα, που όπως μου είπε, έχει διώξει τους υπηρέτες του, και προπαντός τον κηπουρό, κι έχει αφήσει τη χλωρίδα της έπαυλης να την πνίξει απ’ όλα τα σημεία. Ελπίζω να μπορέσω να περάσω ανάμεσα από τη θηριώδη βλάστηση που καλύπτει πλέον και τα παράθυρα. Αναρωτιέμαι ποια ιστορία θα μου διηγηθεί ή θα μου αποσιωπήσει αυτή τη φορά.

Όσο για τον συγγραφέα του, όπως έγραφε το 1985 σε κείμενό του στη Λέξη ο θερμός φίλος του Γ. Παυλόπουλος …διαπίστωσα πολλές φορές ότι τα καθημερινά πράγματα τροφοδοτούσαν τη φαντασία του με κείνο το υλικό με το οποίο έφτιαχνε συνεχώς την άλλη ζωή του, τη μαγική. Τα άγχη, οι κακοτυχίες, οι γελοιότητες, οι ανέφικτες ερωτικές σχέσεις, ότι τον απέλπιζε και τον πολιορκούσε, έβρισκε συχνά τη βαθύτερη έκφρασή του σ’ αυτό το παιχνίδι που τον απελευθέρωνε και τον οδηγούσε αλάθητα στην Λογοτεχνία…

[Νίκος Χ. Καχτίτσης, Γαστούνη Ηλείας, 1926 – Πάτρα 1970]

Εκδ. Κίχλη, 2012, επιμέλεια Γιώτα Κριτσέλη – Βίκτωρ Καμχής, 
με σχέδια της Εύης Τσακνιά, σ. 226 [Κείμενο ως σ. 139, επίμετρο 143 – 226]

Σημ. :  Το Πανδοχείο πάντα ενδιαφέρεται για τον αισθητικό εμπλουτισμό των κειμένων του και αφιερώνει πολύ χρόνο στην εξεύρεση του καταλληλότερου έργου τέχνης, φωτογραφίας κ.λπ. Η περίπτωση του Εξώστη είναι διαφορετική. Τίποτα δεν μπορεί να ταιριάξει εδώ παρά μόνο οι φωτογραφίες του συγγραφέα και τα σχέδια της υποδειγματικής αυτής έκδοσης, γι’ αυτό και ευχαριστώ την εκδότρια Γιώτα Κριτσέλη για τις πρώτες και την Εύη Τσακνιά για τα δεύτερα.

______________________
από το:  pandoxeio 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου